Wednesday, December 1, 2010

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΥΔΝΑΣ





Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΥΔΝΑΣ
(22 ΙΟΥΝΙΟΥ 168 Π.Χ.)



ΠΥΔΝΑ - ΚΙΤΡΟΣ


ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΠΥΔΝΑΣ



ΤΟ ΚΟΝΑΚΙ ΤΟΥ ΚΙΤΡΟΥΣ


Αλέκου Ν. Αγγελίδη

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΥΔΝΑΣ
(22 Ιουνίου 168 π.Χ.)
Ολύμπιο Βήμα Κατερίνης
Δημοσιεύτηκε 22 Ιουνίου 1984
Αλέκου Ν. Αγγελίδη

Η μάχη της Πύδνας είναι ένα σημαντικότατο ιστορικό γεγονός, γιατί η έκβασή της σημάδεψε βαθιά την πορεία της ανθρωπότητας. Επέδρασε ουσιαστικά στην εξέλιξη του κατοπινού κόσμου κι επηρέασε ανεπανόρθωτα τα βήματα και το μέλλον της φυλής μας.
Εδώ, στα χώματα τα δικά μας, στις ρεματιές και στους λόφους της Πιερίας, που ανεβοκατεβαίνουμε κάθε μέρα εμείς αδιάφοροι και από άγνοια, πριν από 2152 χρόνια συγκρούστηκαν δυο κόσμοι. Εδώ, στα γύρω υψώματα του τόπου μας, έσβησε μέσα σε μια ώρα η ένδοξη Μακεδονική δυναστεία, η δυναστεία του Μ. Αλεξάνδρου κι επικράτησε η Ρωμαϊκή κατοχή.
Το σπουδαίο αυτό γεγονός πέρασε και περνάει ακόμα απ’ τα σχολεία μας σχεδόν απαρατήρητο, σαν ένα κάποιο απλό συμβάν του παρελθόντος κι αναφέρεται στις αίθουσες της διδασκαλίας τυπικά και πρόχειρα σαν κάποια ημερομηνία, καλύπτοντας περιληπτικότατα μερικές σειρές σε κάποια σελίδα της ‘’εγκεκριμένης’’ Ιστορίας μας.
Η φημισμένη Πύδνα και το ονομαστό Δίον, σκόπιμα ίσως, τέθηκαν απ’ τους διάφορους ‘’λόγιους’’ της νεότερης Ελλάδας στο περιθώριο της Ιστορίας.
Για ένα τόσο μεγάλο ιστορικό γεγονός, που διαδραματίστηκε εδώ στην περιοχή μας, στα χωριά μας και στα χωράφια μας και που σημάδεψε πραγματικά, όχι μόνο την τύχη της Μακεδονίας και την ιστορία της Ελλάδας αλλά άλλαξε την πορεία της ζωής ολόκληρου του τότε γνωστού κόσμου, θα έπρεπε να είχαν δείξει ως τώρα ιδιαίτερο ενδιαφέρον και η πολιτεία και οι διάφοροι φορείς τους Νομού μας.
Θα έπρεπε να είχε ληφθεί μέριμνα απ’ τον κόσμο των γραμμάτων της ιδιαίτερής μας πατρίδας, ώστε να γίνεται στα σχολεία μας και έξω απ’ αυτά μια πιο σωστή, πιο πλατιά και πιο αναλυτική προβολή της σπουδαίας αυτής ιστορικής μάχης, που διαδραματίστηκε εδώ στα μέρη μας και της οποίας η σφραγίδα έμεινε ανεξίτηλη στην παγκόσμια ιστορία.
Με την ευκαιρία της 2152ής επετείου της μεγάλης μάχης της Πύδνας θα κάνω σε μια σειρά δημοσιευμάτων μια σύντομη όσο γίνεται αναφορά στο κοσμοϊστορικό εκείνο γεγονός.

Το 171 π. Χ. οι Ρωμαίοι έστειλαν το στρατηγό Πόπλιο Λικίνιο με 40 χιλιάδες στρατό και 30 πλοία να υποτάξει τη Μακεδονία. Βασιλιάς τότε της Μακεδονίας ήταν ο Περσέας, ο γιος του Φιλίππου του Ε’. Ο Φίλιππος είχε νικηθεί στην παρά τας Κυνός Κεφαλάς μάχη, κοντά στα Φάρσαλα κι είχε αναγκαστεί να φύγει απ’ τη Θεσσαλία και να περιοριστεί μόνο στο μακεδονικό χώρο, βόρεια των Τεμπών.
Ο Πόπλιος Λικίνιος λοιπόν βγήκε με το στρατό του στα παράλια της Ηπείρου κοντά στην Απολλωνία και κατέβαινε προς τη Λάρισσα. Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Περσέας που είχε 43 χιλιάδες στρατιώτες –δηλαδή περισσότερους απ’ όσους είχε ο Μ. Αλέξανδρος όταν πέρασε την Ασία- κι απ’ τους οποίους οι μισοί σχεδόν αποτελούσαν τη μακεδονική φάλαγγα (History of Greek World. H.H. Sculard P. 269), έμαθε την κάθοδο αυτή των Ρωμαίων αλλά δεν έδωσε σημασία. Αδράνησε και δεν κινήθηκε αμέσως εναντίον τους. Έτσι, ο Λικίνιος έφτασε ανενόχλητος μέχρι τα Τέμπη. Όταν αργότερα ο Περσέας αποφάσισε να αντιταχθεί στους Ρωμαίους και επιτέθηκε εναντίον του Λικίνιου στις πλαγιές της Όσσας, κοντά στο Σηκούριο, κατάφερε να τον αναγκάσει να οπισθοχωρήσει και να μεταφέρει το στρατόπεδό του πέρα απ’ τον Πηνειό. Όμως, παρ’ ότι οι Μακεδόνες θεωρήθηκαν νικητές της μάχης του Σηκουρίου, ο Περσέας δεν εκμεταλλεύτηκε τις μικρές αυτές επιτυχίες του, αλλά χαλάρωσε την πίεσή του προς τους Ρωμαίους και περιορίστηκε μόνο στη φύλαξη των στενών περασμάτων απ’ τη Θεσσαλία προς τη Μακεδονία.
Επειδή ο ρωμαϊκός στρατός δεν σημείωσε στο διάστημα αυτό εντυπωσιακές επιτυχίες, η Ρώμη έστειλε τον άλλο χρόνο καινούργιο στρατηγό στην Ελλάδα, τον Αύγουστο Οστίλο. Αλλά κι αυτός δεν κατάφερε τίποτα το αξιόλογο, γι’ αυτό τον επόμενο χρόνο, 169 π.Χ., η Σύγκλητος τον αντικατέστηκε με τον Κόντιο Μάρκιο Φίλιππο.
Ο Κόντιος, στην προσπάθειά του να διασπάσει την άμυνα των Μακεδόνων, ανέβασε το στρατό του στον Όλυμπο και, αφού πέρασε την Ασκουρίδα λίμνη, το γνωστό Νεζερό, παρέκαμψε το Χάρακα, οχυρό φρούριο το οποίο υπεράσπιζαν 12 χιλιάδες Μακεδόνες και μέσα απ’ το δάσος της Καλλιπεύκης κατέβηκε προς τον Πλαταμώνα.
Ο Περσέας, αντί να παρατάξει τις δυνάμεις του και να προσπαθήσει να εμποδίσει τους Ρωμαίους, έφυγε περίτρομος, εγκατέλειψε το Δίον και κλείστηκε στο φρούριο της Πύδνας.
Ο Κόντιος κυρίεψε το φρούριο των Τεμπών και του Δίου αλλά, λόγω έλλειψης τροφών, άφησε το Δίον και ξαναγύρισε στη Φίλα.
Απ’ την οπισθοχώρηση αυτή του Κοντίου πήρε θάρρος ο Περσέας και ξαναμπήκε στο Δίον και στρατοπέδεψε στην αριστερή όχθη του Ενιπέα ποταμού, κοντά στο Λιτόχωρο. Οι Ρωμαίοι στο μεταξύ πολιόρκησαν και σε λίγο κυρίεψαν τον Πλαταμώνα, όπου και πέρασαν το χειμώνα. Στο λιμάνι του Πλαταμώνα έφτασε και ο ρωμαϊκός στόλος κι έτσι ο Κόντιος εξασφάλισε την τροφοδοσία του στρατού του και απόχτησε γερό ορμητήριο μέσα στο μακεδονικό έδαφος κατά των Μακεδόνων.
Επειδή ο πόλεμος χρόνιζε και οι Μακεδόνες, ιδιαίτερα επί Φιλίππου αλλά και τώρα με τον Περσέα, είχαν διάφορες εδώ κι εκεί μικροεπιτυχίες, ανησύχησε η ρωμαϊκή Σύγκλητος και άρχισε να κατηγορεί τους Ρωμαίους στρατηγούς για αδράνεια και απειρία.
Διάλεξε λοιπόν και έστειλε στην Ελλάδα δοκιμασμένο, έμπειρο και τολμηρό στρατηγό, τον Αιμίλιο Παύλο. Λέγεται ότι ο Αιμίλιος ήταν ελληνικής καταγωγής και ότι προέρχονταν απ’ τη γενιά του σοφού Πυθαγόρα. Είχε διαπρέψει σα στρατηγός και αργότερα είχε αποφασίσει να πολιτευτεί. Απογοητεύτηκε, όμως, απ’ την κατάπτωση της πολιτικής και τη δημαγωγία, γι’ αυτό και παρασύρθηκε στα κτήματά του, φροντίζοντας να δώσει στα παιδιά του ελληνική και λατινική ανατροφή και διαπαιδαγώγηση. Γι’ αυτό και προσέλαβε σα δάσκαλό τους το σοφό Πολύβιο.
Ο Αιμίλιος Παύλος διορίστηκε αρχικά απ’ τους Ρωμαίους αγορανόμος. Σπουδαίο αξίωμα για την εποχή του. Και μετά διορίστηκε ιερέας των ‘’Αυγούρων’’. Είχε οριστεί απ’ τους συμπολίτες του επιστάτης και θεματοφύλακας της μαντικής τέχνης, της τέχνης που ερευνούσε και ερμήνευε το πέταγμα των πουλιών, την πορεία της φλόγας και των καπνών και τα άλλα θεϊκά σημάδια, απ’ τα οποία και έβγαζε τις προφητείες της. Το αξίωμα αυτό ο Αιμίλιος το έφερε, όχι με επιδεικτικότητα και αλαζονεία, αλλά με σύνεση και ταπεινότητα.
Ό,τι έκανε το έκανε με γνώση και φρονιμάδα και προσπαθούσε να αποδείξει, πως η ιεροσύνη ήταν μια επιστήμη κι όχι ένα αξίωμα για πρωτεία και κομπασμούς.
Παντρεύτηκε την Ποπιρία, κόρη του ύπατου Μάσωνα, νέα και ωραία γυναίκα, με την οποία απέκτησε δυο γιους. Το Φάβιο Μάξιμο και το Σκιπίωνα.
Ο Σκιπίωνας είναι αυτός που επρόκειτο αργότερα (το 146) να εκπορθήσει και να ξεθεμελιώσει την Καρχιδόνα και να μείνει γνωστός στην ιστορία σαν Σκιπίων ο Αφρικανός, ο νεότερος.
Ύστερα από χρόνια, ο Αιμίλιος, για λόγους που ήξερε μόνο αυτός, χώρισε με τη γυναίκα του Ποπιρία. Επειδή δεν υπήρχαν σπουδαίοι λόγοι –γνωστοί τουλάχιστον-, που να δικαιολογούν αυτό το διαζύγιο, οι φίλοι του προσπαθούσαν να τον συμβουλέψουν, όπως συνηθίζονταν και τον ρωτούσαν, γιατί αποφάσισε να χωρίσει.
«Δεν είναι όμορφη;» τον ρωτούσαν. «Δεν είναι λογική; Δε σού ‘κανε παιδιά»;
Και ο Αιμίλιος, ύστερα από λιγόλεπτη σκέψη, βγάζοντας απ’ το πόδι του το καινούργιο του σανδάλι, τους έδωσε την περίφημη για την περίπτωση απάντηση.
«Βλέπετε αυτό το σανδάλι;» τους είπε. «Δεν είναι ωραίο; Δεν είναι καινούργιο; Δεν είναι περιποιημένο και όμορφο; Κι όμως δεν μπορώ να το φορέσω, γιατί κάπου με ενοχλεί. Ξέρει κανένας από σας πού»;
Ο Αιμίλιος, χωρίζοντας με την Ποπιρία, ξαναπαντρεύτηκε κι από το δεύτερο γάμο του απέκτησε άλλους δυο γιους.
Όταν η ρωμαϊκή εκστρατεία κατά του Περσέα περιέπεσε σε στασιμότητα και χρόνιζε, οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να εκλέξουν ένα δυναμικό, έξυπνο και δοκιμασμένο στρατηγό και να τον θέσουν επικεφαλής των λεγεώνων τους. Σαν πιο κατάλληλο βρήκαν τον Αιμίλιο Παύλο, τον οποίο και εξέλεξαν για δεύτερη τώρα φορά ύπατο. Του είχαν δώσει κι άλλη μια φορά το αξίωμα αυτό και τον είχαν ονομάσει στρατηγό τους το 190 π.Χ., όταν η Ρώμη πολεμούσε τον Αντίοχο τον Γ’.
Ο πόλεμος εκείνος είχε υπογραμμίσει τις αρετές και τη στρατηγική ικανότητα του Αιμίλιου, γι’ αυτό και οι συμπολίτες του αδίστακτα τώρα τον επανεξέλεξαν ύπατο.
Μετά την εκλογή του αυτή ο μεγάλος στρατηγός δεν μίλησε με φιλοφρονήσεις στο λαό που τον εξέλεξε, όπως συνηθίζονταν και όπως είχε κάνει στην πρώτη του εκλογή, αλλά είπε αγέροχα και ψυχρά:  «Την προηγούμενη φορά σας μίλησα φιλοφρονητικά, γιατί εγώ επεδίωκα να εκλεγώ ύπατος και σεις πεισθήκατε και με εκλέξατε. Τώρα, όμως, δεν νιώθω καμιά υποχρέωση να σας κολακέψω γι’ αυτή σας την προτίμηση, γιατί τούτη τη φορά εγώ δε σας ζήτησα τίποτα. Εσείς με εκλέξατε. Γι’ αυτό και έχετε την υποχρέωση, να μ’ ακούσετε και να εφαρμόσετε τα όσα σας πω και να κάμετε ότι θα σας υποδείξω. Αλλιώς βγάλτε άλλο στρατηγό».
Επιστρέφοντας στο σπίτι του, μετά την εκλογή, βρήκε τη μικρή του κόρη Τερτία να κλαίει στην αυλή. Έσκυψε κοντά της και τη ρώτησε με καλοσύνη κι ενδιαφέρον, γιατί κλαίει. Εκείνη, μέσα στα αναφιλητά της, του είπε ότι πέθανε το μικρό της σκυλάκι  ‘’ο Περσέας’’, όπως το έλεγαν. Ο στρατηγός της χάιδεψε τα μαλλιά και, με ύφος που έδειχνε πως ο νους του εκείνη τη στιγμή πετούσε μακριά, απάντησε: «Με το καλό, παιδί μου. Με το καλό. Αυτό το δέχομαι σαν καλό σημάδι». Το κοριτάκι δεν κατάλαβε τίποτα απ’ αυτά αλλά σταμάτησε το κλάμα.

Πέρα στη Μακεδονία, ο Περσέας προσπάθησε να ενισχύσει τη θέση του και να δυναμώσει το στρατό του. Για το σκοπό αυτό ζήτησε τη βοήθεια των Ιλλυριών και των Βαστέρνων. Οι Βαστέρνοι ήταν ξακουστοί πολεμιστές μιας βάρβαρης γερμανικής φυλής της περιοχής του Ίστρου. Οι βάρβαροι αυτοί, συνηθισμένοι στο να προσφέρουν τις πολεμικές τους υπηρεσίες έναντι αμοιβής σ’ όποιον τους τις ζητούσε, έστειλαν 10 χιλιάδες ιππείς και άλλους τόσους βοηθούς στον Περσέα. Ήταν όλοι τους ψηλόσωμοι, θαρραλέοι και τρομεροί μαχητές. Όταν έφτασαν στη Μαιδική (στο σημερινό Πετρίτσι) και στρατοπέδευσαν στους γύρω χώρους, έδωσαν τόσο θάρρος και δύναμη στους Μακεδόνες και γενικά στους στρατιώτες του Περσέα, που όλοι πίστεψαν πως τώρα πια, με τέτοιους συμμάχους, δεν πρέπει να φοβούνται κανένα εχθρό.
Ο κάθε αρχηγός, όμως, των μισθοφόρων Βαστέρνων ζήτησε απ’ τον Περσέα για πληρωμή χίλιους στατήρες. Ο Περσέας ζαλίστηκε απ’ το μέγεθος του ποσού και, φιλοχρήματος καθώς ήταν, αρνήθηκε να πληρώσει τόσα χρήματα στους βαρβάρους. Έτσι, με την τσιγκουνιά του, έδιωξε τους πολεμόχαρους Γαλάτες, που τόση ανάγκη τους είχε.
Επιπλέον, ο Περσέας είχε υποσχεθεί στο Γνέθιο, στο βασιλιά των Ιλλυριών, 300 τάλαντα, για να πολεμήσει μαζί του τους Ρωμαίους. Οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να πάρουν κι αυτοί τους Ιλλυριούς με το μέρος τους, γι’ αυτό κι έστειλαν πρέσβεις στο βασιλιά τους. Ο Γνέθιος, όμως, πιστός στη συμφωνία του με τον Περσέα κι έχοντας σίγουρα τα 300 τάλαντα που του είχε υποσχεθεί, όχι μόνο δεν ανταποκρίθηκε στις προτροπές και στα ταξίματα των Ρωμαίων αλλά έδεσε και φυλάκισε τους πρεσβευτές τους. Όταν ο Περσέας έμαθε τα γενόμενα κι είδε ότι ο Γνέθιος εξέθεσε πλέον ανεπανόρθωτα τον εαυτό του στους Ρωμαίους σκέφτηκε να γλυτώσει τα 300 τάλαντα και αρνήθηκε να του δώσει τα όσα του είχε υποσχεθεί. Ο Γνέθιος οργίστηκε για τη στάση αυτή του Περσέα και δεν του έστειλε καμιά βοήθεια. Με τον τρόπο αυτό ο Περσέας έχασε πλέον ένα σημαντικό κι απαραίτητο σύμμαχο. Και μάλιστα, ο φιλάργυρος βασιλιάς αδιαφόρησε τελείως, όταν οι Ρωμαίοι με το Λεύκιο Ανίκιο επιτέθηκαν κατά των Ιλλυριών κι έδιωξαν το Γνέθιο απ’ το θρόνο του.
Έτσι, ο πλούσιος Περσέας αρνήθηκε να διαθέσει το μπόλικο χρυσάφι του για την αίσια έκβαση του πολέμου, αλλά φιλάργυρα το κράτησε, λες και το φύλαγε για να στολίσει το θρίαμβο του Αιμίλιου Παύλου στη Ρώμη.
Την άνοιξη του 168, ο Αιμίλιος ήρθε στην Ελλάδα κι αμέσως παράταξε το ρωμαϊκό στρατό, που αποτελούνταν από 52 χιλιάδες πεζούς και 4,5 χιλιάδες ιππείς, στη δεξιά όχθη του Ενιπέα ποταμού, στα μέρη του Λιτοχώρου. Την αριστερή όχθη του ποταμού κατείχε ο Περσέας με ισάριθμο περίπου στρατό. Η κοίτη του ποταμού, όμως, ήταν βαθιά και αδιάβατη προς το πάνω μέρος του Ολύμπου. Προς το κάτω μέρος, προς το μέρος της θάλασσας, οι Μακεδόνες είχαν σκάψει χαρακώματα κι άλλα ορύγματα και η διάβαση ήταν κι εδώ δύσκολη. ΄Ετσι, οι δυο στρατοί έμειναν αργοί, ο ένας απέναντι στον άλλο για πολύ καιρό. Ο Περσέας έλπιζε ότι η έλλειψη τροφών και ιδίως νερού θα ανάγκαζε τους Ρωμαίους να φύγουν πέρα απ’ τα Τέμπη. Ο Αιμίλιος, όμως, διάταξε να σκάψουν πολυάριθμα πηγάδια στο ξεροκάμπι της Πλάκας, όπου βρέθηκε πολύ και καλό νερό.
Ο Αιμίλιος έψαχνε ασταμάτητα να βρει πέρασμα για να περάσει τον Ενιπέα. Έμαθε ότι υπήρχε ένα πέρασμα αφρούρητο στα στενά της Πέτρας. Προετοίμασε αμέσως ένα σώμα στρατού του, στο οποίο διόρισε διοικητή ένα νεαρό και τολμηρό αξιωματικό του, το Νασικά.
Ο Νασικάς λοιπόν κι ο μεγαλύτερος γιος του Αιμίλιου, ο Φάβιος Μάξιμος, με 8 χιλιάδες πεζούς και 320 ιππείς έφυγαν απ’ την παράταξη του Ενιπέα και γύρισαν κάπου προς τα παράλια της Κατερίνης ή του Κορινού, προσπαθώντας έτσι να κυκλώσουν τον Περσέα. Τη νύχτα, ο Νασικάς με το στρατό του ανέβηκε στο δάσος της Καλλιπεύκης και την άλλη μέρα έφτασε στο Πύθιο, όπου και διανυκτέρευσε. Στο μεταξύ ο Αιμίλιος, για να καλύψει την απόπειρα του Νασικά και, για να εξαπατά τον Περσέα, άρχισε να επιτίθεται κατά μήκος του ποταμού, προσπαθώντας δήθεν να τον περάσει. Αλλά ένας Κρητικός αυτόμολος απ’ το στρατό του Νασικά ήρθε στους Μακεδόνες και ανέφερε τις κινήσεις των Ρωμαίων. Τότε ο Περσέας έστειλε το στρατηγό Μίλωνα με 10 χιλιάδες ξένους μισθοφόρους και 2 χιλιάδες Μακεδόνες να φρουρήσουν τα στενά. Η δύναμη αυτή του Μίλωνα έφτασε κατάκοπη απ’ τη βιαστική πορεία στα στενά και αποκοιμήθηκε. Ο Νασικάς έπεσε επάνω τους τη νύχτα και, καθώς κοιμόταν όλοι, τους κατέσφαξε.
Όταν έμαθε ο Περσέας την καταστροφή του Μίλωνα τρομοκρατήθηκε κι αποφάσισε να αποσυρθεί στην Πύδνα. Μάλιστα, ήθελε να διασκορπίσει το στρατό του στις διάφορες πόλεις κι εκεί το κάθε τμήμα να αμυνθεί ξεχωριστά. Πιεζόμενος, όμως, απ’ τους φίλους και συμβούλους του, κράτησε το στρατό του ενωμένο και τον παρέταξε έξω απ’ την Πύδνα.
Για το σημείο στο οποίο παρέταξε το στρατό του ο Περσέας, όπου και έγινε η ιστορική και σπουδαία για τον ελληνισμό μάχη της Πύδνας, υπάρχουν διχογνωμίες. Άλλη τοποθεσία παραδέχεται ο Στράβωνας, άλλη ο Λίβιος, άλλη ο Πλούταρχος κλπ.. Υπερισχύει, όμως, η άποψη του Πλούταρχου, ο οποίος λέει ότι ο στρατός των Μακεδόνων παρατάχθηκε στα υψώματα ανάμεσα στον Αίσωνα και στο Λεύκο ποταμό. Δηλαδή, ανάμεσα στο σημερινό Μαυρονέρι και στον Πέλεκα. Ο στρατός του Περσέα κατείχε τα υψώματα απ’ το κτήμα του Σπυριδωνίδη μέχρι τη θέση της σημερινής Νέας Τραπεζούντας, στη διακλάδωση του δρόμου προς τον Αγιάννη, όπως γράφει κι ο γυμνασιάρχης Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος στο βιβλίο του ‘’Η Αρχαία Ολυμπική Πιερία’’.
Ο Αιμίλιος πέρασε τον Ενιπέα κι ενώθηκε με το στρατό του Νασικά, που κατέβηκε απ’ τα στενά της Πέτρας. Μετά, πέρασε τον Αίσωνα και παράταξε το στρατό του στα βορειοδυτικά υψώματα της θέσης της σημερινής Κατερίνης προς το Κουλουκούρι, όπου και σταμάτησε.
Ο Νασικάς, ενθουσιασμένος απ’ τη νίκη του στην Πέτρα, ζητούσε απ’ τον Αιμίλιο να επιτεθεί αμέσως κατά των Μακεδόνων. Ο πολύπειρος, όμως, στρατηγός, ακούγοντας τις προτροπές του Νασικά, του χαμογέλασε και του είπε:
‘’Αν είχα την ηλικία σου, ίσως ναι. Αλλά, οι πολλές μου νίκες μου δίδαξαν τα σφάλματα των νικημένων και μ’ εμποδίζουν, ύστερ’ από μακρινή πορεία, να συνάψω μάχη προς φάλαγγα παραταγμένη και έτοιμη’’. Διέταξε δε τα πρώτα τάγματα να παραταχθούν σε τάξη μάχης και να αποτελέσουν τις προφυλακές του στρατού, ώσπου να μεριμνήσουν τα μετόπισθεν τμήματα για την εκσκαφή χαρακωμάτων και την οχύρωση πρόχειρου στρατοπέδου.
Όταν το στρατόπεδο περιχαρακώθηκε κι ήταν έτοιμο, αποσύρθηκαν μέσα σ’ αυτό και οι εμπροσθοφυλακές κι όλος ο ρωμαικός στρατός στρατοπέδευσε κανονικά για τη νύχτα. Ήταν το βράδυ της 21ης προς την 22η Ιουνίου του 168 π.Χ..
Αφού ο στρατός δείπνησε, έπεσε για ύπνο. Ο Αιμίλιος Παύλος διέταξε τους σκοπούς να φυλάγουν τη νύχτα χωρίς λόγχη, γιατί, όταν νιώθουν άοπλοι, θα είναι πιο προσεχτικοί και θα μένουν άγρυπνοι.
Το βράδυ εκείνο έγινε έκλειψη σελήνης. Και οι μεν Ρωμαίοι άρχισαν να χτυπούν τύμπανα και χάλκινες ασπίδες για να ξαναφέρουν το φως του φεγγαριού, οι δε Μακεδόνες κυριεύτηκαν από  φρίκη και φόβο, γιατί το σβήσιμο εκείνο του φεγγαριού το θεώρησαν κακό σημάδι και ένδειξη έκλειψης και πτώσης του βασιλιά τους Περσέα.
Ο Αιμίλιος γνώριζε για τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων και τη μεταβολή της θέσης της σελήνης στο στερέωμα αλλά, επειδή αγαπούσε τις θρησκευτικές τελετές και τις θυσίες, θυσίασε το πρωί έντεκα μόσχους στη σελήνη και βόδια στον Ηρακλή. Οι θυσίες δεν πήγαιναν καλά ως το εικοστό βόδι και μόνο στο εικοστό πρώτο φάνηκαν καλά σημάδια, τα οποία κατά τους Ρωμαίους εξηγητές προμήνυαν για τον Αιμίλιο νίκη. Τότε ο Αιμίλιος διέταξε να ετοιμαστεί ο στρατός για μάχη. Επειδή, όμως, ήταν πρωί και δεν ήθελε να έχει ο στρατός του τον ήλιο κατάματα, προτίμησε να περιμένει ως το απόγευμα, μια και οι Μακεδόνες δεν έδειχναν διαθέσεις για να επιτεθούν. Λέγεται, ότι την κατάλληλη ώρα άφησαν οι Ρωμαίοι ελεύθερο ένα άλογο προς το μέρος των Μακεδόνων. Το άλογο έτρεξαν να πιάσουν Ρωμαίοι και Μακεδόνες στρατιώτες κι έτσι άρχισε η μάχη. Άλλοι πάλι λένε, ότι ζώα Ρωμαίων φορτωμένα με χόρτα χτυπήθηκαν από Θράκες, συμμάχους των Μακεδόνων, των οποίων αρχηγός ήταν κάποιος Αλέξανδρος κι έτσι άρχισε η μάχη.
Μπροστά-μπροστά, στην παράταξη των Μακεδόνων πήγαιναν οι Θράκες. Πανύψηλοι, με λευκές στολές, μαύρους χιτώνες και αστραφτερό οπλισμό. Μετά ακολουθούσαν οι μισθοφόροι και οι Παίονες και τρίτοι έρχονταν οι επίλεκτοι. Νέοι, ανδρείοι και τολμηροί, διαλεχτοί Μακεδόνες, με κόκκινες στολές κι επίχρυσο αστραφτερό οπλισμό. Δίπλα τους παρατάχθηκαν τα άλλα μακεδονικά τάγματα με χάλκινες ασπίδες και σιδερένια όπλα. Η αντανάκλαση του ήλιου πάνω στα αστραφτερά όπλα και η ανταύγεια και η λάμψη των ασπίδων καταφώτισαν τους λόφους και τις γύρω περιοχές και πραγματικά θάμπωσαν και τρομοκράτησαν τους Ρωμαίους.
Οι Μακεδόνες προχωρούσαν με ταχύτητα κατά των Ρωμαίων. Ο Αιμίλιος, όταν είδε το τείχος απ’ τις γερές ασπίδες των Μακεδόνων και τις μακριές σάρισες να χτυπούν τους στρατιώτες του από μακριά, χωρίς να μπορούν οι Ρωμαίοι να αντιδράσουν καθόλου με τα κοντά τους ξίφη, ταράχτηκε και κατατρόμαξε απ’ την τάξη και την οργανωμένη ισχή της περίφημης μακεδονικής φάλαγγας. Χρόνια αργότερα, διηγόταν την εντύπωση και τον τρόμο που του προξένησε εκείνη την ημέρα η παράταξη των Μακεδόνων. Για να μπορέσει να ενθαρρύνει τους στρατιώτες του, πέταξε το θώρακα και την περικεφαλαία του και, με προσποιητή χαρά και χαμογελαστός, περιέρχονταν έφιππος τις τάξεις του στρατού του και έδινε σ’ όλους θάρρος.
Μόλις άρχισε η μάχη, ο Περσέας, κατά τον Πολύβιο, δείλιασε και έφυγε στην Πύδνα, προφασιζόμενος ότι θέλει να θυσιάσει στον Ηρακλή. Άλλος λέει, ότι την προηγούμενη μέρα τον είχε κλοτσήσει ένα άλογο στο πόδι και ότι, παρά τους πόνους και τις προτροπές των φίλων του, να μην μπει στη μάχη, αυτός όρμησε εναντίον των Ρωμαίων δίπλα στους στρατιώτες του και μάλιστα τραυματίστηκε από βαρύ ρωμαϊκό δόρυ ελαφρά στο πλευρό.
Η μάχη είχε ανάψει και οι Ρωμαίοι οπισθοχωρούσαν διαρκώς. Τότε, ένας Ρωμαίος αξιωματικός, ο Σάλιος, για να συγκρατήσει τους στρατιώτες του και να τους αναγκάσει να αντισταθούν, άρπαξε τη σημαία του τμήματός του και την πέταξε προς το μέρος των Μακεδόνων. Για να μην αφήσουν οι Ρωμαίοι τη σημαία τους να πέσει στα χέρια των εχθρών, όρμησαν κατά των Μακεδόνων και η πάλη στο σημείο εκείνο ήταν άγρια. Αλλά και πάλι οι Ρωμαίοι οπισθοχώρησαν κι έφυγαν βιαστικοί προς τα υψώματα του σημερινού Κουλουκουριού.
Ο Αιμίλιος φώναζε κι έσχιζε τα ρούχα του απ’ τα νεύρα και το θυμό του. Οι Ρωμαίοι δεν μπορούσαν να αντισταθούν και να σταθούν μπροστά στη μακεδονική φάλαγγα. Ο Αιμίλιος παρατήρησε ότι, επειδή το μέρος ήταν ελαφρώς ανώμαλο, η μακεδονική φάλαγγα στην προχώρησή της αναγναζόταν να διακόπτεται στις ρεματιές και στα νεροφαγώματα. Τότε, διέταξε να διασπαστεί και ο στρατός του σε μικροτμήματα και να προσπαθήσει να προσβάλει σποραδικά τους Μακεδόνες στα σημεία όπου διασπώνταν η φάλαγγά τους. Έτσι και έγινε. Με τον τρόπο αυτό διασπάστηκε η φάλαγγα περισσότερο και οι καλά οπλισμένοι Ρωμαίοι, προστατευόμενοι απ’ τις γερές και μεγάλες ασπίδες τους, ορμούσαν εναντίον των διασπασμένων και ακάλυπτων Μακεδόνων και κατατεμάχιζαν όλο και περισσότερο την παράταξή τους, ώσπου την διέλυσαν τελείως. Τελικά, όλος ο στρατός του Περσέα τράπηκε σε φυγή. Μόνο οι τρεις χιλιάδες επίλεκτοι έμειναν στις θέσεις τους και πολέμησαν μέχρι τέλους, πέφτοντας όλοι τους μέχρι τον τελευταίο νεκροί στο πεδίο της μάχης.
Η κυρίως μάχη κράτησε μία μόνο ώρα. Άρχισε στις 3 και τελείωσε στις 4 το απόγευμα. Στη σύγκρουση αυτή σκοτώθηκαν πάνω από 25 χιλιάδες Μακεδόνες και μόνο 80 ή 100 Ρωμαίοι. Στην αρχή της μάχης οι Ρωμαίοι έριξαν στο δεξιό κέρας της παράταξής τους προς τη θάλασσα και τους πολεμικούς τους ελέφαντες, οι οποίοι κατατρόμαξαν πραγματικά τους Μακεδόνες. Απ’ το σημείο δε αυτό άρχισε και η πρώτη υποχώρηση.
Διαλυμένοι τώρα οι Μακεδόνες, πετούσαν τα όπλα κι έτρεχαν προς την παραλία, πέφτοντας στη  θάλασσα για να σωθούν. Εδώ, όμως, είχε καταφτάσει απ’ τον Πλαταμώνα και παράπλεε στις ακτές ο ρωμαικός στόλος. Έτσι, όσοι έφταναν κολυμπώντας στα καράβια, σκοτώνονταν απ’ τους Ρωμαίους ναύτες. Όσοι δε ξανάβγαιναν στη στεριά καταπατούνταν και συνθλίβονταν απ’ τους ελέφαντες. Είναι μάλλον βέβαιο, ότι οι περισσότεροι Μακεδόνες σκοτώθηκαν άοπλοι κατά την άτακτη φυγή τους. Νικήθηκαν, όχι από έλλειψη ανδρείας αλλά από στρατηγικό σφάλμα και ατολμία του βασιλιά τους.
Βραδιάζοντας, επέστρεψαν όλοι οι Ρωμαίοι στο στρατόπεδο όπου τους υποδέχονταν όσοι βρίσκονταν εκεί με χαρές, αλλαλαγμούς και δάφνινα στεφάνια. Αλλά η ώρα περνούσε και δεν γύριζε ο μικρότερος και πιο αγαπημένος γιος του Αιμίλιου, ο Σκιπίωνας. Αφού εξάντλησαν κάθε υπομονή περιμένοντας, ξεχύθηκαν όλοι με δάδες και αναμμένους δαυλούς κι άρχισαν να τον αναζητούν ανάμεσα στους σκοτωμένους. Αργά κι εκεί που δεν περίμενε κανένας, παρουσιάστηκε με δυο-τρεις φίλους του που τον συνόδευαν. Είχε παρασυρθεί στην καταδίωξη των εχθρών και είχε απομακρυνθεί αρκετά. Λέγεται, πως ο ρωμαικός στρατός είχε καταδιώξει τους Μακεδόνες σε μια απόσταση βάθους 20 περίπου χιλιομέτρων.
Η χαρά του Αιμίλιου, σαν είδε ζωντανό και άθικτο το Σκιπίωνα, ήταν απερίγραπτη.
Ο Περσέας, υποχωρώντας, έφυγε με το ιππικό του προς την Πύδνα. Στο δρόμο, οι πεζοί στρατιώτες έβριζαν και χτυπούσαν τους ιππείς, που έφευγαν απ’ τη μάχη και τους αποκαλούσαν προδότες και δειλούς. Ο Περσέας φοβήθηκε απ’ τη στάση αυτή των στρατιωτών του, γι’ αυτό έβγαλε τα βασιλικά του ρούχα και τα διακριτικά του και ξέκοψε απ’ το κύριο σώμα των υποχωρούντων ιππέων του. Αλλάζοντας δε άλογο, εγκατέλειψε την Πύδνα κι έφυγε με λιγοστούς δικούς του απ’ άλλο δρόμο για την Πέλλα. Κι απ’ αυτούς, όμως, τους λιγοστούς φίλους του πολλοί έμειναν πίσω με διάφορες προφάσεις και τελικά τον εγκατέλειψαν.
Στην Πέλλα, τον κατηγόρησαν οι ταμίες του Εύλαιος και Εύκτος για τη στάση του αυτή και τον κατέκριναν για τη φυγή του απ’ τη μάχη. Κι εκείνος, θιγμένος απ’ τα λόγια τους, τράβηξε οργισμένος το μικρό του ξίφος και τους σκότωσε άσπλαχνα.
Αφού άρπαξε ό,τι πολύτιμο υπήρχε μέσα στο δημόσιο ταμείο, έφυγε για την Αμφίπολη. Απ’ τους αξιωματούχους του τον ακολούθησαν μόνο ο Εύανδρος απ’ την Κρήτη, ο Αρχίδαμος απ’ την Αιτωλία και ο Νέωνας απ’ τη Βοιωτία. Απ’ τους στρατιώτες του πήγαν μαζί του μόνο λίγοι Κρητικοί. Κι αυτοί με την ελπίδα πως κάτι θα άρπαζαν απ’ τους θησαυρούς του. Οι Κρητικοί πήραν μερικά χρυσά ποτήρια, αμφορείς και άλλα σκεύη κι ακολούθησαν τον Περσέα προς τη Γαληψό που βρίσκονταν στα νότια του Παγκαίου.
Στο δρόμο, ο Περσέας με δάκρυα στα μάτια τους παρακαλούσε να του τα επιστρέψουν, γιατί ήταν αντικείμενα του Μ. Αλεξάνδρου και δεν ήθελε να τα αποχωριστεί. Υπόσχονταν δε πως θα τους έδινε την αξία τους σε τάλαντα. Όσοι τα επέστρεψαν δεν πήραν τίποτα.
Με τους θησαυρούς του ο Περσέας πέρασε στη Σαμοθράκη και κατέφυγε στο ναό των Καβείρων.
Ο Αιμίλιος, κινηγώντας τον, έφτασε στην Αμφίπολη. Μπαίνοντας στην πόλη θυσίασε στους θεούς. Κατά την ώρα της θυσίας συνέβη το εξής περιστατικό.
Ενώ ήταν όλοι συγκεντρωμένοι και έτοιμοι για τη θυσία και τα ιερά ζώα είχαν σφαχτεί, έπεσε ξαφνικά ένας κεραυνός και άναψε τη φωτιά στο βωμό. Αυτό θεωρήθηκε θεϊκό σημάδι που καθαγίαζε τη θυσία και προμήνυε αίσια έκβαση των πραγμάτων.
Στη Σαμοθράκη έφτασε πρώτος ο Γνέος Οκτάβιος, ναύαρχος του Αιμίλιου, ο οποίος κι έδωσε άσυλο στον Περσέα, σεβόμενος την ιερότητα του ναού, όπου είχε καταφύγει ο Μακεδόνας βασιλιάς. Δεν τον άφησε, όμως, να φύγει. Ο Περσέας προσπάθησε με κάθε τρόπο να αποφύγει την αιχμαλωσία. Πλήρωσε δε κάποιο Κρητικό ναυτικό, ονομαζόμενο Οροάνδη, για να τον φυγαδέψει με την οικογένειά του. Ο Οροάνδης, όμως, πήρε τα χρήματα και το βράδυ έφυγε, ειδοποιώντας τον Περσέα να πάει με τη γυναίκα του, τα παιδιά του και τους λοιπούς δικούς του στην παραλία του Δημήτρειου ακροτηρίου, όπου και θα τον περίμενε με το πλοίο του.
Ο Μακεδόνας βασιλιάς, με χίλιες δυσκολίες, κατέβηκε με τους δικούς του τα τείχη και περιπλανήθηκε πάρα πολύ στα ακρογιάλια, ώσπου να φτάσει στο σημείο που του είχε υποδείξει ο Κρητικός ναυτικός. Αλλά η απογοήτευσή του και η λύπη του ήταν μεγάλη, όταν έμαθε πως ο Οροάνδης έφυγε τη νύχτα απ’ το νησί και πως τώρα βρίσκονταν ανοιχτά στο πέλαγος. Ξαναθρήνησε τη μοίρα του και προσπάθησε να ξανανεβεί στα τείχη. Ανέβασε τη γυναίκα του και άφησε τα παιδιά του σ’ έναν παλιό του φίλο, τον Ίρωνα, να τα προστατέψει. Εκείνος τα παρέδωσε στους Ρωμαίους. Όταν το έμαθε αυτό ο Περσέας αποφάσισε να παραδοθεί κι ο ίδιος. Ζήτησε, όμως, να παραδοθεί στο Νασικά, γιατί σ’ αυτόν είχε περισσότερη εμπιστοσύνη. Ο Νασικάς, όμως, έλειπε  και παραδόθηκε στο Γνέο. Εκείνος τον οδήγησε στο στρατηγό του.
Όταν έφεραν τον αιχμάλωτο βασιλιά μπροστά στον Αιμίλιο Παύλο, ο νικητής Ρωμαίος στρατηγός βγήκε να τον προϋπαντήσει σα γενναίο άντρα και μεγάλο στρατηγό. Ο Περσέας έπεσε στα πόδια του και με κλάματα κι ασυνάρτητα λόγια και φωνές παρακαλούσε να τον λυπηθεί.
Τότε ο Αιμίλιος με περιφρόνηση του είπε:
‘’Γιατί εξευτελίζεις με τη στάση σου αυτή τον εαυτό σου και μειώνεις και τη δική μου νίκη;’’
Ο Περσέας, σκυμμένος στο χώμα, συνέχιζε να παρακαλεί τον Αιμίλιο και να τον ικετεύει, να μην τον συμπεριλάβει στην τελετή του θριάμβου του και να μην τον διαπομπεύσει. Ο Αιμίλιος του απάντησε στερεότυπα: ‘’Αυτό εξαρτάται από σένα τον ίδιο’’, υπονοώντας την αυτοκτονία του. Προτείνοντάς του δε το χέρι, τον σήκωσε και τον παρέδωσε στο γαμπρό του Τουβέρωνα. Ο ίδιος πήρε τα παιδιά του Περσέα και τους λοιπούς ακολούθους του στη σκηνή του και, ύστερα από μικρή σιωπή και σκέψη, τους μίλησε για τη μοίρα των ανθρώπων και την τύχη των δυνατών και των λαών. Τα λόγια του έκαναν μεγάλη εντύπωση σ’ όλους τους ακροατές του.

Ύστερα  από τη σύλληψη του Περσέα κι αφού έτσι ολοκλήρωσε τη νίκη του ο Αιμίλιος Παύλος, αφήνοντας το στρατό του να ξεκουραστεί, περιήλθε πολλές πόλεις της Ελλάδας, μοιράζοντας στους κατοίκους τρόφιμα (λάδι και σιτάρι το πλείστο) απ’ την αφθονία που βρέθηκε στις αποθήκες του Περσέα.
Φτάνοντας στους Δελφούς, είδε μια νεόκτιστη μαρμάρινη κολόνα, την οποία στάθηκε και περιεργάστηκε. Όταν έμαθε, ότι πάνω στην κολόνα αυτή επρόκειτο να στηθεί ένα χρυσό άγαλμα του Περσέα, διέταξε να ετοιμάσουν αμέσως το δικό του άγαλμα και να το στήσουν στη θέση εκείνη, λέγοντας πως ‘’οι νικημένοι πρέπει να κάνουν τόπο στους νικητές’’.
Ο Αιμίλιος έδωσε όλο το ασήμι και το χρυσάφι του Περσέα στους ταμίες του, για να το καταθέσουν στο δημόσιο της Ρώμης. Τα βιβλία που βρήκε στα παλάτια του Μακεδόνα βασιλιά τα έδωσε στους γιους του, που αγαπούσαν τα γράμματα και μόνο στο γαμπρό του Τουβέρωνα που ήταν φτωχός τού ‘δωσε έναν αμφορέα, σα βραβείο της αρετής και της ανδρείας του στη μάχη. Ο αμφορέας εκείνος ζύγιζε πέντε λίτρα χρυσάφι.
Λίγες μέρες πριν απ’ την τελική νίκη του Αιμίλιου κυκλοφόρησε μια φήμη στη Ρώμη, ότι οι Ρωμαίοι νίκησαν τους Μακεδόνες. Αλλ’ επειδή δεν υπήρχε καμιά συγκεκριμένη πληροφορία, το πράγμα πέρασε σαν ένας φευγαλέος ψίθυρος και ξεχάστηκε. Παρ’ όλα αυτά ο λαός έτρεξε στους ναούς και πρόσφερε θυσίες και θυμιάματα στους βωμούς, παρακαλώντας τους θεούς οι φήμες αυτές να βγουν αληθινές.
Πραγματικά, ύστερα από λίγες μέρες, έφτασαν επίσημες πλέον πληροφορίες, που ανακοίνωναν στους Ρωμαίους τη μεγάλη νίκη των λεγεώνων τους στη Μακεδονία. Τα νέα ενθουσίασαν τους πάντες στη Ρώμη και η Σύγκλητος έστειλε διαταγή στον Αιμίλιο, να αφήσει για ανταμοιβή τους στρατιώτες του να λεηλατήσουν τις ελληνικές πόλεις.
Ο Αιμίλιος έφυγε για την Ήπειρο, έχοντας άλλα σχέδια στο μυαλό του. Εκεί και για να μην κινήσει καμιά υποψία των κατοίκων για τις κακές προθέσεις που είχε στο νου του, κάλεσε δέκα αντιπροσώπους από κάθε πόλη, δήθεν για να συζητήσουν μαζί του το ποσό και τον τρόπο καταβολής κάποιας φορολογίας στους Ρωμαίους. Ύστερα από συζητήσεις και κάποιες τάχα συμφωνίες, έστειλε σε κάθε πόλη μαζί με τους αντιπροσώπους της κι ένα τμήμα ρωμαϊκού στρατού, για να παραλάβει τα συμφωνηθέντα. Έτσι, μπήκαν οι Ρωμαίοι στις πόλεις και την ίδια ώρα επιτέθηκαν όλοι μαζί κατά των κατοίκων και λεηλάτησαν τα πάντα.
Εβδομήντα πόλεις λεηλατήθηκαν και 150 χιλιάδες άνθρωποι σύρθηκαν στη σκλαβιά. Τα πάντα ερημώθηκαν και μετατράπηκαν σε ερείπια. Όλο το χρυσάφι συγκεντρώθηκε στα χέρια του Αιμίλιου Παύλου (στους ταμίες του) και ο κάθε στρατιώτης δεν κράτησε για τον εαυτό του απ’ τα προϊόντα της λεηλασίας παρά μόνο έντεκα δραχμές.
Ύστερ’ απ’ αυτά ο Αιμίλιος κατέβηκε στον Ωρικό, παραλιακή πόλη της Βόρειας Ηπείρου κι από κει πέρασε με το στρατό του στην Ιταλία. Με πλοίο δε ανέβηκε τον Τίβερη ποταμό και μπήκε στη Ρώμη.
Το πλοίο του Αιμίλιου, μεγάλο και φανταχτερό, με 16 σειρές κουπιά, στολισμένο με πορφύρες, χρυσό και διάφορα φανταχτερά λάφυρα, σιγανοαρμένιζε στα ήσυχα νερά του Τίβερη, ενώ ο λαός με περηφάνια και δέος το παρακολουθούσε σύσσωμος απ’ τις όχθες.
Ο στρατός του, που είχε στο μάτι τα πλούτη του Περσέα και τα λάφυρα όλων των άλλων πόλεων δυσαρεστήθηκε, γιατί δεν πήρε όσα υπολόγιζε κι αρνιόταν να πάρει μέρος στο θρίαμβο που ετοίμαζε ο Αιμίλιος στη Ρώμη. Μάλιστα, ένας χιλίαρχος, ο Σέρβιος Γάλβας, άρχισε αθυρόστομα να αραδιάζει κατηγορίες εναντίον του. Για ώρες μιλούσε στο Καπιτώλιο μπροστά στους δημάρχους και προσπαθούσε ως αργά τη νύχτα, να ματαιώσει τον προετοιμαζόμενο θρίαμβο του νικητή στρατηγού, αραδιάζοντας κατηγορίες κατά του Αιμίλιου.
Με το μέρος του Γάλβα πήγε κι όλος σχεδόν ο στρατός. Το πρωί, αφού ακούστηκαν ομιλητές, έγινε ψηφοφορία κατά φυλές και η πρώτη φυλή ψήφισε εναντίον του θριάμβου. Ο λαός, όμως, που ήθελε το θρίαμβο, γιατί αρέσκονταν σε τέτοιου είδους θεάματα, θορυβήθηκε και άρχισε να αντιδρά. Βιαστική η Σύγκλητος επενέβη και διέκοψε την ψηφοφορία, για να ακουστούν, όπως είπε κι άλλες απόψεις, πριν παρθεί η τελική απόφαση.
Πρώτος μίλησε ο Μάρκος Σερβίλιος, ο οποίος είχε πάρει μέρος στην εκστρατεία του Αιμίλιου και τάχθηκε υπέρ του θριάμβου. Ο Σερβίλιος, για να επαινέσει περισσότερο τον Αιμίλιο και να ψέξει τους απειθαρχούντες στρατιώτες του, άρχισε την ομιλία του με τα εξής λόγια: ‘’Πόσο μεγάλες ηγετικές ικανότητες έδειξε ο Αιμίλιος το καταλαβαίνω τώρα που βλέπω με τι στρατό, γεμάτο απειθαρχία και κακία, έκαμε τόσο ωραία κατορθώματα’’. Τελείωσε δε λέγοντας αυτά: ‘’Δεν είναι φοβερό, όταν έφτασε προηγουμένως στην πόλη μας μια αβέβαιη φήμη για τη νίκη του Αιμίλιου, να θυσιάζετε στους θεούς, παρακαλώντας τους να γίνει γρήγορα πραγματικότητα η φήμη εκείνη και τώρα που ήρθε ο στρατηγός με την αληθινή νίκη, τώρα να στερείτε απ’ τους θεούς την τιμή να τους ευχαριστήσετε κι απ’ τον εαυτό σας τη χαρά της νίκης, λες και φοβάστε να δείτε με τα μάτια σας το μέγεθος των κατορθωμάτων του νικητή ή λυπάστε τον εχθρό βασιλιά. Και θα ήταν καλύτερο να απαγορευτεί ο θρίαμβος από οίκτο προς τον Περσέα παρά από φθόνο εναντίον του στρατηγού’’.
Έτσι, με τα λόγια αυτά και επιδεικνύοντας τα τραύματά του στο λαό, κατάφερε να δώσει άλλη τροπή στα πράγματα. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας άλλαξε και αποφασίστηκε να γίνει τελικά ο θρίαμβος.
Στήθηκαν εξέδρες στα ιπποδρόμια, στην  αγορά και σε κεντρικούς δρόμους, απ’ όπου ο λαός θα μπορούσε να παρακολουθήσει την πομπή.
Η πομπή του θριάμβου κράτησε τρεις μέρες.
Την πρώτη μέρα πέρασαν τα αγάλματα, τα έργα ζωγραφικής και οι κολοσσοί πάνω σε διακόσιες πενήντα άμαξες.
Τη δεύτερη μέρα πέρασαν τα πιο όμορφα μακεδονικά όπλα, που άστραφταν με τον καινουργιοδουλεμένο χαλκό και σίδερο. Τα λαμπρά αυτά όπλα, τοποθετημένα περίτεχνα και ανάκατα πάνω στις άμαξες, χτυπούσαν στην πορεία μεταξύ τους και ηχούσαν τον τρομαχτικό ήχο της μάχης.
Πίσω απ’ τις πολυάριθμες άμαξες ακολουθούσε μια φάλαγγα τριών χιλιάδων στρατιωτών, που έφερναν μέσα σε 750 αγγεία τα ασημένια μακεδονικά νομίσματα των λαφύρων. Το κάθε αγγείο περιείχε 3 τάλαντα. Σε κάθε τέσσερις στρατιώτες ένας κρατούσε αγγείο με νομίσματα και οι άλλοι λεπτοσκαλισμένα ποτήρια, καλοδουλεμένα δοχεία, εντυπωσιακούς αμφορείς, ασημοστόλιστα κέρατα κλπ. κλπ..
Την τρίτη μέρα, πρωί-πρωί, άρχισαν να περνούν σαλπιγκτές, σαλπίζοντας πολεμικά άσματα επίθεσης. Ακολουθούσαν 120 καλοθρεμένα βόδια, με χρυσάφι στα κέρατά τους, πολύτιμες ζώνες και χρυσοποίκιλτα στέμματα, οδηγούμενα από νέους και παιδιά, που κρατούσαν χρυσά και ασημένια δοχεία για τις σπονδές. Κατόπιν έρχονταν εκείνοι που κρατούσαν τα 77 δοχεία με τα χρυσά νομίσματα, που το καθένα περιείχε τρία τάλαντα. Πίσω τους ακολουθούσαν οι βαστάζοι που μετέφεραν την ιερή φυάλη. Τη φυάλη αυτή την είχε κατασκευάσει ο Αιμίλιος από χρυσάφι αξίας δέκα ταλάντων κι ήταν στολισμένη με πολύτιμα πετράδια. Μετά έρχονταν άλλοι, κρατώντας ονομαστά σκεύη παλιότερων Μακεδόνων βασιλιάδων κι άλλα πολύτιμα αντικείμενα, τα οποία χρησιμοποιούσε ο Περσέας στα δείπνα του.
Ακολουθούσε το άρμα του Περσέα και πάνω σ’ αυτό άστραφτε το διάδημά του. Μετά έρχονταν τα παιδιά του Περσέα, με τους υπηρέτες και τους δασκάλους τους.
Η παρουσία των παιδιών στην πορεία λύπησε το πλήθος των Ρωμαίων.
Πίσω απ’ τα παιδιά του βάδιζε σιδεροδεμένος ο Περσέας, ντυμένος στα σκούρα και περιστοιχισμένος απ’ τους συγγενείς του. Μετά ακολουθούσαν αντιπρόσωποι τετρακοσίων πόλεων, κρατώντας ισάριθμα χρυσά στεφάνια, δώρα σταλμένα στο μεγάλο Ρωμαίο κατακτητή. Ύστερα έρχονταν ο Αιμίλιος Παύλος, πάνω σε ωραία διακοσμημένο άρμα, ντυμένος χρυσοστόλιστη κόκκινη χλαμίδα και κρατώντας στο τεντωμένο χέρι του κλωνάρι δάφνης. Δάφνες κρατούσε κι όλος ο στρατός του, που τον ακολουθούσε τραγουδώντας, χωρισμένος σε λόχους και τάξεις.
Η μοίρα ευνόησε απ’ τη μια μεριά τον Αιμίλιο και τού ‘δωσε δόξες και τιμές αλλά απ’ την άλλη βύθισε το σπίτι του στο πένθος.
Πέντε μέρες πριν την τελετή του θριάμβου πέθανε ο ένας του γιος, ηλικίας 14 ετών και τρεις μέρες μετά το θρίαμβο πέθανε κι ο άλλος, ηλικίας 12 ετών.
Ύστερα από χρόνια, ο Αιμίλιος πέρασε μια επικίνδυνη αρρώστια και τελικά σάλεψε το λογικό του και πέθανε. Στην κηδεία του βρέθηκαν, εκτός απ’ τους άρχοντες και τους ισχυρούς της Ρώμης και πολλοί αντιπρόσωποι βαρβαρικών και άλλων λαών, καθώς και Μακεδόνες. Οι ξένοι αυτοί σήκωσαν το φέρετρό του, γεγονός που θεωρήθηκε μεγάλη τιμή για το στρατηγό.
Όσο για τον Περσέα, ύτερα απ’ τη διαπόμπευσή του στο θρίαμβο του νικητή, κλείστηκε στη φυλακή, όπου και πέθανε απ’ το μαρτύριο της ασιτίας και της αϋπνίας.
Έτσι τέλειωσε ο τελευταίος βασιλιάς της ένδοξης μακεδονικής δυναστείας και ολόκληρη η Μακεδονία, μετά τη μάχη της Πύδνας, υποτάχτηκε στους Ρωμαίους και διαιρέθηκε σε τέσσερις επαρχίες, που δεν είχαν καμία επαφή ή άλλη σχέση μεταξύ τους.
Αργότερα, έγιναν δυο επαναστάσεις εναντίον των Ρωμαίων στην Πύδνα, οι οποίες, όμως, απέτυχαν.
Τελικά, ο Ρωμαίος Μόμιος νίκησε το στρατό του Δικαίου στη μάχη της Κορίνθου το 148 π.Χ. και υπέταξε ολόκληρη την υπόλοιπη νότια Ελλάδα, η οποία και αποτέλεσε επαρχία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με το όνομα Αχαΐα.
Για τη μάχη της Πύδνας, για ένα τόσο μεγάλης σημασίας γεγονός, έγραψα λίγα και σύντομα. Ευχή μου θα ήταν άλλοι να γράψουν περισσότερα. Να ερευνήσουν σε μεγαλύτερο βάθος και πλάτος τα γεγονότα και να αναφερθούν σ’ αυτά με περισσότερες λεπτομέρειες. Να τα εξετάσουν από κάθε πλευρά και να μελετήσουν τις συνέπειες της ήττας αυτής για τους Μακεδόνες και την Ελλάδα και τις επιπτώσεις της στην ιστορία της φυλής μας και του κόσμου.

ΠΥΔΝΑ  -  ΚΙΤΡΟΣ
‘’Ολύμπιο Βήμα’’.  Δημοσιεύτηκε       ‘84
 Αλέκου Ν. Αγγελίδη

Η ιστορία του σημερινού Κίτρους συνδέεται άμεσα ή μάλλον είναι συνέχεια της ιστορίας της ονομαστής και ένδοξης αρχαίας Πύδνας.
Η Πύδνα χτίστηκε κατά τον 8ο ή 7ο π.Χ. αιώνα απ’ τους Ερετριείς της Εύβοιας, όπως και η παρακείμενη Μεθώνη. Υπάρχει πιθανότητα, στη θέση της Πύδνας να βρήκαν οι τότε άποικοι Ερετριείς κάποιον άλλο οικισμό με το ίδιο ή άλλο όνομα.
Ο Σκύλακας, ο Στράβων, ο Πτολεμαίος και άλλοι νεότεροί τους προσπαθούν να προσδιορίσουν τη θέση της αρχαίας Πύδνας με μικρές ή και μεγαλύτερες μεταξύ τους διαφορές. Πάντως, όλοι τους την τοποθετούν μέσα στα όρια του σημερινού αγροκτήματος του Κίτρους.
Ο Στράβων, σωστά τοποθετεί την Πύδνα κοντά στην παραλία και ανάμεσα στο Δίον και στη Μεθώνη. Προσδιορίζει δε την απόσταση από μεν τον Πηνειό ποταμό σε 120 στάδια (22184 μ.), από δε τη Μεθώνη σε 40 στάδια (7395 μ.). Και, ως προς τις αποστάσεις αυτές απ’ τον Πηνειό και τη Μεθώνη, ο Στράβων σφάλει. Είναι, όμως, σωστός ως προς την ταύτισή της με την περιοχή του σημερινού Κίτρους.
Διαφορετικές είναι οι απόψεις του Άγγλου συνταγματάρχη και αρχαιολόγου Leake, ο οποίος, προβάλλοντας δικά του επιχειρήματα, τα οποία αντλεί απ’ την περιγραφή της μάχης της Πύδνας (168 π.Χ.) απ’ το Λίβιο, επιμένει πως η Πύδνα βρίσκονταν πολύ νοτιότερα και κοντά στο σημερινό Αγιάννη. Τις απόψεις του αυτές στηρίζει και στην ύπαρξη πολλών αρχαίων ερειπίων και άλλων αρχαιολογικών ευρυμάτων, που συνάστησε διάσπαρτα στην περιοχή, όταν την επισκέφτηκε το 1804, καθώς και στα λεγόμενα των Λιβίου, Στράβωνα και Πλούταρχου, ότι η ιστορική μάχη της Πύδνας ‘’εγένετο προ της Πόλης.’’
Πραγματικά, η μάχη αυτή έγινε στην περιοχή Αγιάννη, η οποία βρίσκεται γύρω στα δέκα χιλιόμετρα νοτιότερα απ’ την επικρατέστερη θέση της Πύδνας. Και, οι μεν Λίβιος, Στράβωνας και Πλούταρχος, με τα γραφόμενά τους δεν κυριολεκτούν, θέλουν, όμως, να δείξουν πόσο κοντά στην ξακουστή πόλη έγινε η φονικότατη και ιστορική εκείνη μάχη.
Με τις απόψεις του Leake συμφωνούν κι όλοι σχεδόν οι αγγλόφωνοι ερευνητές.
Η εγκυκλοπαίδεια Βρετάνικα τοποθετεί μεν την Πύδνα στη θέση του σημερινού Κίτρους, δεν αποκλείει, όμως και την πιθανότητα, ότι η πραγματική θέση της να ήταν νοτιότερα και πλησιέστερα προς τη σύγχρονη πόλη της Κατερίνης. Δηλαδή, ασπάζεται τις απόψεις του Leake.
Ανάμεσα στους σύγχρονους υπήρχαν και υπάρχουν ίσως ακόμα διχογνωμίες ή έστω αμφιβολίες ως προς την ακριβή θέση της αρχαίας πόλης.
Στο παρελθόν, άλλοι την τοποθετούσαν κοντά στο σημερινό λιμάνι της Αλυκής κι άλλοι κάπως βορειότερα και πιο ψηλά. Άλλοι την ήθελαν προς βορά του ρέματος Αλκαβίτσα κι άλλοι πάλι επέμεναν πως ή θέση της ξακουστής πόλης είναι το νότιο τμήμα του αγροκτήματος του σημερινού Κίτρους, στην τοποθεσία ‘’Λουλούδια,’’ προς το μέρος του Κορινού. Άλλοι πάλι φαντάζονται την αρχαία Πύδνα περίπου στη θέση του σημερινού χωριού Αγιάννη, όπως ο Άγγλος Leake.
Ο Διόδωρος μας λέει, ότι η Πύδνα αρχικά ήταν χτισμένη κοντά στη θάλασσα, αλλά ο Αρχέλαος το 411 τη μετέφερε βορειότερα και σε απόσταση 20 σταδίων (3700 μ.) απ’ την παραλία. Το γεγονός αυτό είναι ένα δεύτερο επιχείρημα για το Leake για να ταυτίσει την Πύδνα με τον Αγγιάνη.
Η απόσταση, όμως, απ’ την παραλιακή αρχαία Πύδνα ως τον Αγιάννη είναι πολύ μεγαλύτερη από 20 στάδια και ο Leake πέφτει έξω στους χιλιομετρικούς υπολογισμούς του. Πλησιάζει στις αποστάσεις, αν παραδεχτούμε την αρχική Πύδνα χτισμένη στη θέση ‘’Λουλούδια.’’ Αν, όμως, παραδεχτούμε την Πύδνα χτισμένη κάπου γύρω στο σημερινό λιμάνι των Αλυκών, τότε η απόσταση του Διοδώρου μας αναγκάζει να ταυτίσουμε τη νέα Πύδνα του Αρχέλαου με το σημερινό Κίτρος.
Πάντως, η αλήθεια είναι πως η Πύδνα βρίσκεται μέσα στα όρια του αγροκτήματος του χωριού Κίτρους.
Πιθανόν, όλες οι απόψεις να προσπαθούν να στηριχτούν και σε κάποια λογική βάση και νά ΄χει η κάθε μια και κάποιο δίκιο. Και, όσον αφορά τις ακραίες περιοχές Μακρυγιάλου και Αγιάννη, με τα άφθονα ως τώρα αρχαιολογικά τους ευρήματα, πιθανόν να αποτελούσαν περιοχές περιφερειακών οικισμών και ακραίων φρουρίων της Πύδνας και η κύρια πόλη να βρίσκονταν κάπου μεταξύ τους.
Επίσης, είναι πιθανό οι ακτές της θάλασσας, νότια της Πύδνας, να πλησίαζαν τα πρώτα υψώματα του σημερινού Αγιάννη. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουμε, χωρίς μεγάλη δυσκολία, όταν λάβουμε υπόψη μας τη μορφολογία του εδάφους, την επίπεδη και χαμηλή πεδιάδα του Κορινού, το βαλτώδες της οποίας, ακόμα και οι σύγχρονοί μας θυμούνται και μεις οι ίδιοι σήμερα, χωρίς καμιά δυσκολία το διαπιστώνουμε και επιπλέον τον αριθμό των αιώνων που μεσολάβησαν από το χτίσιμο της Πύδνας απ’ τους Ερετριείς μέχρι σήμερα.
Έτσι, εύκολα και με μια ισχυρή δικαιολόγηση, μπορούμε να φανταστούμε μια ναυτική Πύδνα, χτισμένη στις παραθαλάσσιες πλαγιές των πρώτων υψωμάτων του Κίτρους, φρουρούμενη από δυο ισχυρά παράκτια φρούρια. Ένα προς βορρά, το του Μακρυγιάλου και ένα προς νότο, το του Αγιάννη.
Επίσης και το γεγονός, ότι η κοντινή Μεθώνη αποτελούσε ξεχωριστή απ’ την Πύδνα πόλη, με δική της οντότητα, οχύρωση και ιστορία, είναι ένας άλλος λόγος, που έρχεται να ενισχύσει την άποψη, ότι η Πύδνα βρίσκονταν προς την πλευρά των υψωμάτων του σημερινού Κίτρους. Γιατί, η απόσταση μεταξύ Μακρυγιάλου και Μεθώνης είναι τόσο κοντινή, που δεν δίνει πουθενά περιθώρια εμφανούς διαχωρισμού δύο αναλόγως μεγάλων, ξεχωριστών και αυτόνομων πόλεων κι ούτε αφήνει το αναγκαίο και επιβαλλόμενο διάστημα μεταξύ των τειχών και των αμυντικών οχυρώσεων των δύο πόλεων.
Με τις σκέψεις αυτές δικαιολογούνται και τα υπάρχοντα ερείπια και τα άλλα αρχαιολογικά απομεινάρια και ευρύματα των θέσεων αυτών, οι οποίες και περιλαμβάνονται οπωσδήποτε στην περιοχή της Πύδνας.
Και στο μεν Μακρύγιαλο η θάλασσα, με την πάροδο του χρόνου, κατατρώγοντας τις ακτές, βγήκε περισσότερο προς την ξηρά, με συνέπεια, λόγω των κατολισθήσεων και των άλλων διαβρώσεων, να έρθουν στο φως γρηγορότερα και περισσότερα συγκριτικά ευρήματα. Στον Αγιάννη, όμως και στο χαμήλωμα του Κίτρους, λόγω προσχώσεων, που οπωσδήποτε έγιναν με το πέρασμα των αιώνων, πράγμα που αποδεικνύει και η μορφολογία και η σύνθεση του εδάφους, το αρχικό έδαφος, όχι μόνο διατήρησε τη συνοχή και τη συνάφειά του, αλλά δέχτηκε και νέες επιπλέον ύλες, γεγονός που συνέβαλε, ώστε η ανάσυρση στην επιφάνεια αρχαιολογικών πειστηρίων να γίνει με βραδύτερο ρυθμό, έτσι ώστε, με τα όσα βρέθηκαν μέχρι σήμερα στην περιοχή, να βγαίνουν βεβιασμένα ίσως συμπεράσματα και η πλάστιγγα να κλείνει με κάποια σπουδή υπέρ του Μακρυγιάλου.
Σήμερα, οι αρχαιολόγοι πιστεύουν και μάλιστα ύστερα από ανασκαφές που έγιναν στην περιοχή και τα ευρήματα που ήρθαν στο φως απ’ το 1983 ιδιαίτερα και εντεύθεν, ότι η θέση της αρχαίας Πύδνας βρίσκεται στη νότια παραλιακή περιοχή του Μακρυγιάλου, όπου είναι και τα ερείπια του αρχαίου κάστρου του Κίτρους.
Τελευταία, ήρθαν στο φως κατάλοιπα Ιωνικού ναού (τμήματα κιώνων, κιονόκρανα κλπ.), ο οποίος χρονολογείται γύρω στο 500 π.Χ., καθώς και παλαιοχριστιανική βασιλική, μεσοβυζαντινός ναός και μεσαιωνικό κάστρο κι όλα αυτά χτισμένα στο ίδιο σημείο, στο χώρο του κάστρου, τό ‘να πάνω στα ερείπια του άλλου. Επιπλέον, βρέθηκαν κοντά στο κάστρο και στις νοτιότερες απ’ αυτό περιοχές μακεδονικοί τάφοι διαφόρων τύπων και μεγεθών, που χρονολογούνται απ’ το τέλος του 4ου  π..Χ. ως το τέλος του 2ου, άλλοι συλημένοι κι άλλοι ασύλητοι και ήρθαν στο φως πολλά αντικείμενα, τα οποία βεβαιώνουν, κατά τους αρχαιολόγους, πως εδώ γύρω απ’ το κάστρο ήταν χτισμένη η αρχαία Πύδρα και το Κίτρος του Στράβωνα, αν και η όχθη αυτή απέχει απ’ τον Πηνειό πολύ περισσότερο από 120 στάδια.
Η περιοχή αυτή του κάστρου βρίσκεται μέσα στα όρια του αγροκτήματος του Κίτρους. Με την άφιξη, όμως, των προσφύγων απ’ τον Πόντο και τη Μικρά Ασία το 1922 κι εντεύθεν, το τμήμα αυτό αποσπάστηκε απ’ το αγρόκτημα Κίτρους και παραχωρήθηκε στους πρόσφυγες που έφτασαν εδώ και οι οποίοι ίδρυσαν το κοντινό στο Κίτρος χωριό Μακρύγιαλος.
Ο Στράβωνας λοιπόν ορθότατα τοποθετεί την Πύδνα στην Πιερία και κοντά στις ακτές του Θερμαϊκού. Αυτό δεν αμφισβητείται από κανένα ιστορικό ή γεωγράφο καμιάς περιοχής, εκτός απ’ τον Πτολεμαίο, ο οποίος τοποθετεί από λάθος του την Πύδνα μεταξύ των ποταμών Αλιάκμονα και Λουδία. Δηλαδή, εκτός της πιερικής γης.
Πολλοί ασχολήθηκαν και με την προέλευση του ονόματος της Πύδνας.
Ο Έλληνας λόγιος απ’ την Κωνσταντινούπολη Στέφανος ο Βυζάντιος, ο οποίος έζησε κατά το τέλος του 5ου και αρχές του 6ου αιώνα, συνέγραψε μεγάλο γεωγραφικό λεξικό ‘’Τα Εθνικά,’’ το οποίο σώζεται κατά το μεγαλύτερό του μέρος σε επιτομή, την οποία συνέταξε αργότερα επί Ιουστινιανού ο γραμματικός Ερμόλαος. Ο Στέφανος, στη σύνταξη του λεξικού του, είχε σαν πηγές τον Εκαταίο, τον Ελλάνικο, τον Ηρόδοτο, το Στράβωνα, τον Παυσανία, τον Ερέννιο, το Φίλωνα, τον Ερατοσθένη, τον Έφορο, τον Πολύβιο, τον Αρτεμίδωρο, τον Ηρωδινό και άλλους ιστορικούς, γεωγράφους, συγγραφείς και ποιητές.
Στο έργο του αυτό ο Στέφανος, εκτός από τα γεωγραφικά, εξετάζει και την ιστορία του κάθε τόπου. Αναφέρεται επίσης σε μεγάλους άντρες, που έζησαν κατά καιρούς και κατά τόπους και συμπεριλαμβάνει και άλλες σχετικές μαρτυρίες ποιητών και συγγραφέων παλαιότερων εποχών.
Όσον αφορά την Πύδνα, ο Στέφανος είχε σαν πηγή το Θεαγένη. Ένα συγγραφέα απ’ το Ρήγιο της Σικελίας, ο οποίος έζησε κατά τον 5ο αιώνα και ο οποίος λέει ότι το όνομα Πύδνα προήλθε από παραφθορά της λέξης Κύδνα, που προέρχεται από το κυδνός. Δηλαδή ένδοξος, επιφανής. Προκειμένου δε για καβαλάρη, σημαίνει περήφανος, μεγαλοπρεπής, θυμοειδής.
Και πραγματικά, η Πύδνα υπήρξε μια ένδοξη και επιφανής πόλη.
Άλλοι προσπάθησαν να στηρίξουν αλλού την προέλευση του ονόματος της Πύδνας και να εξηγήσουν διαφορετικά το νόημά του.
Ο Ευστάθιος π.χ. τη συσχέτισε με τα ύδνα. Ρίζες φυτών νόστιμες, που τρώγονται ωμές και βραστές. Ενώ ο Δήμιτσας τη συσχετίζει πάλι με τα ύδνα αλλά που κατ’ αυτόν είναι οι νόστιμοι καρποί της κουμαριάς που φύονταν, όπως πιστεύει, άφθονες τότε στην περιοχή.
Επικρατέστερη πρέπει να θεωρηθεί, όπως πιστεύει και ο Π. Αναγνωστόπουλος στο βιβλίο του ‘’Η Αρχαία Ολυμπική Πιερία,’’ η άποψη του Στέφανου του Βυζάντιου και του Θεαγένη.
Πάντως, η Πύδνα υπήρξε σπουδαία και ονομαστή πόλη και με την οικονομική της ευεξία και τη γεωγραφική και στρατηγική της θέση αποτέλεσε το μήλο της έριδας στη Μακεδονία.
Όπως το Δίο ήταν ονομαστό σα θρησκευτικό κέντρο της αρχαιότητας, έτσι και η Πύδνα ήταν ξακουστή σα ναυτική και εμπορική πόλη. Λέγεται, πως τα αθηναϊκά καράβια, οι ονομαστές τριήρεις των Αθηνών, κατασκευάζονταν με πιερική ξυλεία, την οποία προμήθευε στους Αθηναίους η Πύδνα. Μεγάλο μέρος του εμπορίου της νότιας Ελλάδας με τις ακτές του Αιγαίου και της Μ. Ασίας διακινούνταν μέσω της Πύδνας και το λιμάνι της ήταν τόπος ξεκούρασης και ανεφοδιασμού των ναυτικών.
Επίσης, πιστεύεται πως από τα μέρη αυτά πέρασαν και ξεκουράστηκαν οι αργοναύτες με τον Ιάσονα και τον Ηρακλή, όταν έπλεαν για την Κολχίδα, καθώς και οι αρμάδες του Αγαμέμνονα, του Αχιλέα και του Οδυσσέα, όταν εκστράτευσαν αργότερα κατά της Τροίας.
Το 471 π.Χ., όταν εξωστρακίστηκε ο Θεμιστοκλής και διώχτηκε απ’ την Αθήνα κατέφυγε στην Πύδνα, η οποία ανήκε τότε στο Μακεδονικό κράτος κι από δω έφυγε με πλοίο στην Ασία και κατέφυγε στην αυλή του Αρταξέρξη, βασιλιά των Περσών και διάδοχο του Ξέρξη.
Η θέση της Πύδνας είχε εξαιρετική στρατηγική σημασία, γι’ αυτό κι όλες οι μεγάλες ελληνικές πόλεις της αρχαίας εποχής την εποφθαλμιούσαν και την ήθελαν κτήση τους ή τουλάχιστο σύμμαχό τους. Είχε πραγματικά γίνει το μήλο της έριδας ανάμεσα στους Αθηναίους, τους Σπαρτιάτες και τους Μακεδόνες.
Ο Αρχέλαος, ο οποίος βασίλεψε στη Μακεδονία απ’ το  413 ως το 399 π.Χ., βοηθούμενος κι απ’ τον Αθηναίο στρατηγό Θηραμένη, κυρίεψε την Πύδνα το 410 π.Χ. και ανάγκασε τους κατοίκους της να μετοικήσουν βορειότερα. Αργότερα, όμως, μετά το θάνατο του Αρχέλαου, οι Πυδναίου επωφελήθηκαν διάφορες εσωτερικές ταραχές και διαμάχες μεταξύ των διεκδικητών του θρόνου και ξαναγύρισαν στην παλιά παραλιακή τοποθεσία τους. Ύστερα δε απ’ τη νικηφόρα ναυμαχία του Κόνωνα στην Κνίδα (394 π.Χ.) απόχτησαν την αυτονομία τους και μπήκαν μάλιστα σαν αυτόνομοι και στην Αθηναϊκή συμμαχία.
Το 357 π.Χ. ο Φίλιππος ο Β’ ξεγέλασε τους Αθηναίους, κυρίεψε με προδοσία την Πύδνα και την κατέστρεψε εκ θεμελίων. Σκότωσε δε όλους τους κατοίκους, ακόμα κι εκείνους που κατέφυγαν στους ναούς ή ήταν με το μέρος του. Έτσι τουλάχιστο μας πληροφορεί ο Δημοσθένης, ο οποίος ήταν, ως γνωστό, μεγάλος πολέμιος του Φιλίππου, γι’ αυτό και πρέπει να δεχτούμε τις πληροφορίες του που αφορούν το καταστροφικό μένος του Μακεδόνα βασιλιά με επιφύλαξη και να μην αποκλείσουμε κάποια υπερβολή.
Ο Φίλιππος, ίσως γιατί μετανόησε για την καταστροφή της Πύδνας, ίσως γιατί εκτίμησε την αξία της, την ξαναέχτισε σχεδόν αμέσως, την κατοίκησε με νέους κατοίκους και την επανέφερε στην παλιά της αίγλη.
Ο Μέγας Αλέξανδρος, πριν ξεκινήσει για την εκστρατεία του κατά των Περσών (το 334 π.Χ.) επισκέφτησε με τους στρατηγούς και τους επιτελείς του την ιερή πόλη του Δίου, όπου προσευχήθηκε στους θεούς και έκανε θυσίες στους βωμούς τους. Ένα μέρος των πλοίων του ήταν συγκεντρωμένο στο λιμάνι της Πύδνας κι από δω ξεκίνησαν για τη μεγάλη εκστρατεία προς ανατολάς και για την κατάκτηση του κόσμου.
Αργότερα κι ύστερα απ’ το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) αρχίζει μια διαμάχη μεταξύ των δύο βασιλισσών, της Ολυμπιάδας απ’ τη μια, της μητέρας του Μ. Αλεξάνδρου και της Ευρυδίκης απ’ την άλλη, της συζύγου του Φιλίππου του Γ’. Τον Οκτώβριο του 317 η Ολυμπιάδα νικά την Ευρυδίκη, τη συλλαμβάνει και την σκοτώνει με μαρτυρικό θάνατο. Ενεργεί δε και άγριες σφαγές κατά των αντιπάλων της και ιδίως εναντίον των οικογενειών του Αντιπάτρου και του Κασσάνδρου και κλείνεται μέσα στην οχυρή Πύδνα.
Ο Κάσσανδρος, ο οποίος βρισκόταν την εποχή εκείνη σε εκστρατεία στην Πελοπόννησου, μόλις έμαθε τα συμβάντα, έλυσε την πολιορκία της Τεγέας κι ήρθε στην Πύδνα, την οποία και πολιόρκησε κι απ’ την ξηρά και απ’ τη θάλασσα. Στη στεριά, όπως πληροφορεί ο Διόδωρος, άνοιξε μεγάλο ημικυκλικό χάνδακα, του οποίου τα δυο άκρα κατέληγαν στη θάλασσα. Ένα προς το μέρος της Μεθώνης κι ένα προς το μέρος του Κορινού. Και τη θάλασσα την επιτηρούσε στενά και άγρυπνα με πλοία αφ’ ενός μεν για να μην του ξεφύγει η Ολυμπιάδα κι αφ’ ετέρου για να μην έρθουν ενισχύσεις απ’ τους Αθηναίους κι άλλους συμμάχους της ή μισθοφόρους.
Έτσι, η Πύδνα αποκόπηκε από κάθε επαφή με τον έξω κόσμο και οι πολιορκούμενοι υπέφεραν πολλά δεινά και κυρίως αποδεκατίστηκαν απ’ την πείνα.
 Η στενή πολιορκία κι απ’ την ξηρά  κι από τη θάλασσα, δεν επέτρεπε την είσοδο τροφών στην πόλη, γι’ αυτό ο μεγάλος αριθμός αμυνόμενου στρατού και η πληθώρα του λαού της πόλης, καθώς και του γύρω πληθυσμού, που είχε καταφύγει μέσα στα τείχη για να προφυλαχτεί, συντέλεσαν στη γρήγορη εξάντληση των υπαρχόντων τροφίμων. Έτσι, αφού οι πολιορκημένοι έφαγαν ό,τι τρώγονταν, άρχισαν να τρώνε τους σκύλους, τα ποντίκια και τα διάφορα ζώα που ψοφούσαν απ’ την πείνα. Μάλιστα, οι βάρβαροι μισθοφόροι έτρωγαν και τις σάρκες των συμπολεμιστών τους, που σκοτώνονταν στις μάχες ή που πέθαιναν απ’ την πείνα.
Οι πολιορκημένοι Πυδναίοι προσπάθησαν να συγκρατήσουν στη ζωή τους πολεμικούς ελέφαντες και τα άλογά τους, ταΐζοντάς τα πριονίδια δέντρων, τα οποία για το σκοπό αυτό έκοβαν απ’ τη γύρω περιοχή. Η προσπάθειά τους αυτή, όμως, στάθηκε μάταια, γι’ αυτό και τελικά άνοιξαν τις πύλες και παραδόθηκαν.
Έτσι, το 316 π.Χ. η Πύδνα κυριεύτηκε απ’ τον Κάσσανδρο και η Ολυμπιάδα θανατώθηκε. Άλλοι λένε πως σφάχτηκε απ’ τους συγγενείς των φονευθέντων απ’ αυτήν αντιπάλων της κι άλλοι πιστεύουν πως λιθοβολήθηκε απ’ το λαό, γιατί θεωρήθηκε απ’ αυτόν σαν υπεύθυνη της πείνας και των άλλων δεινών της πόλης.
Στη διάρκεια της πολιορκίας η Ολυμπιάδα προσπάθησε να φύγει απ’ την Πύδνα με πλοίο αλλά δεν τα κατάφερε, γιατί ο στόλος του Κάσσανδρου επιτηρούσε άγρυπνα τη θάλασσα.
Ο Κάσσανδρος αιχμαλώτισε τη γυναίκα του Μ. Αλεξάνδρου, τη Ρωξάνη, καθώς και το γιο του τον Αλέξανδρο και με το ζόρι παντρεύτηκε την αδελφή του Μ. Αλεξάνδρου, τη Θεσσαλονίκη.
Τον επόμενο χρόνο, το 315, έχτισε προς τιμή της γυναίκας του και την πόλη της Θεσσαλονίκης στο βορειότερο μυχό του Θερμαϊκού Κόλπου, όπου υπήρχε ο αρχαίος οικισμός των Θερμών.
Ακολούθησαν πολλές διενέξεις και εμφύλιοι πόλεμοι μεταξύ των διαδόχων του Μεγ. Αλεξάνδρου, πράγμα το οποίο αδυνάτισε πάρα πολύ το Μακεδονικό κράτος, επιτρέποντας έτσι την εισβολή των Ρωμαίων στην Ελλάδα.
Το 197 π.Χ. έγινε η πρώτη μεγάλη σύγκρουση μεταξύ Μακεδόνων και Ρωμαίων στην Κυνός Κεφαλάς μάχη, όπως λέγεται στην ιστορία, κοντά στα Φάρσαλα. Εκεί, ο Ρωμαίος ύπατος Κόντιος Φλαμινίνος νίκησε το βασιλιά των Μακεδόνων Φίλιππο τον Ε’ και τον ανάγκασε να αποσυρθεί βορειότερα.
Ο Φίλιππος ήταν δυνατός μαχητής και πολύ σκληρός χαρακτήρας. Ο Πολύβιος μας λέει, πως, όταν κατέλαβε την Άβυδο, έδωσε στους κατοίκους της πόλης, που δεν δέχτηκαν να του παραδώσουν την πόλη αλλά πρόβαλαν αντίσταση, προθεσμία τριών ημερών για να αυτοκτονήσουν. Παρ’ όλη, όμως, τη σκληράδα του και τη μαχητικότητά του δεν κατάφερε να συγκρατήσει τους Ρωμαίους και αναγκάστηκε να υποχωρήσει έξω απ’ τη Θεσσαλία και να περιοριστεί πέρα απ’ την κοιλάδα των Τεμπών. Υποχρεώθηκε δε στην υπογραφή της συνθήκης, η οποία προέβλεπε να πληρώσουν οι Μακεδόνες αποζημίωση 10 χιλιάδες τάλαντα και να μην διατηρούν στρατό πάνω από 5 χιλιάδες άντρες και ναυτικό πάνω από 5 πλοία.
Ο Περσέας, όμως, ο γιος και διάδοχος του Φιλίππου του 5ου με διάφορα προσχήματα, κρυφά ή φανερά, αύξησε το στρατό του κι άρχισε να παρενοχλεί τους Ρωμαίους, να εκστρατεύει στη νότια Ελλάδα ή και να επεμβαίνει στα εσωτερικά των περιοχών αυτών. Μάλιστα, ζήτησε απ’ τους Ρωμαίους και την αναθεώρηση της συνθήκης που είχε υπογράψει ο πατέρας του με τον Κόντιο Φλαμινίνο.
Ύστερα απ’ τις διάφορες επιδρομές και τις αξιώσεις αυτές του Περσέα οι Ρωμαίοι, αφού εξασφάλισαν την ουδετερότητα των άλλων πόλεων της Ελλάδας, εκστράτευσαν κατά των Μακεδόνων το 171 π.Χ. με 40 χιλιάδες στρατό και 30 πλοία και με αρχηγό τον Πόπλιο Λικίνιο.
Ο Περσέας δεν κινήθηκε αμέσως, όπως μπορούσε, για να αποκρούσει τους εχθρούς και να επιβάλει ταυτόχρονα και τη δύναμή του, αλλά αδράνησε, γι’ αυτό και οι Ρωμαίοι ανενόχλητοι μπήκαν στη Λάρισα κι έφτασαν ως τα Τέμπη. Εδώ έγινε μια μάχη, η μάχη του Σικουρίου, στην οποία νίκησαν οι Μακεδόνες. Ο Περσέας και πάλι αδράνησε και δεν εκμεταλλεύτηκε την επιτυχία του αυτή, για να κατατροπώσει αποτελεσματικά τους εχθρούς. Έτσι, οι Ρωμαίοι αποσύρθηκαν με την ησυχία τους κι ετοιμάστηκαν για να ξαναεπιτεθούν.
Το έτος 169 π.Χ. ο Μάρκιος Φίλιππος ήρθε στην Πύδνα και ανέβηκε με στρατό στον Όλυμπο μέχρι το Νεζερό και μέσο του δάσους της Καλλιπεύκης έφτασε στον Πλαταμώνα. Ο Περσέας, μόλις έμαθε την απόπειρα και επιτυχία αυτή των Ρωμαίων εγκατέλειψε περίτρομος το Δίον κι έφυγε προς την Πύδνα. Ο Μάρκιος Φίλιππος, ελεύθερος στην αρχή, μπήκε στο Δίον και κυρίεψε τις νότιες περιοχές της Πιερίας. Όταν, όμως, ήρθε ο χειμώνας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Δίον και να επιστρέψει στη Φίλα. Τότε ο Περσέας πήρε θάρρος και παρέταξε το στρατό του προ του Λιτοχώρου στην αριστερή όχθη του Ενιπέα ποταμού. Μάλιστα, είχε και μικροεπιτυχίες κατά των Ρωμαίων. Το μακεδονικό ναυτικό κατάφερε στον κόλπο του Ωρεού να κυριέψει 5 πολεμικά και 30 φορτηγά πλοία των Ρωμαίων και να βυθίσει τα υπόλοιπα που ήταν γεμάτα σιτάρι.
Οι μικροεπιτυχίες των Μακεδόνων και οι μικροαποτυχίες των Ρωμαίων και το μακροχρόνιο της εκστρατείας ανησύχησε τη ρωμαϊκή Σύγκλητο, η οποία το 168 διάλεξε έναν τολμηρό στρατηγό τον Αιμίλιο Παύλο, στον οποίο και ανέθεσε την αρχηγία του πολέμου κατά των Μακεδόνων.
Ο Αιμίλιος Παύλος ήρθε στην Ελλάδα, ανασύνταξε το στρατό του, που αποτελούνταν από 52 χιλιάδες πεζούς και 4,5 χιλιάδες ιππείς και τον παράταξε κατά μήκος της δεξιάς όχθης του Ενιπέα ποταμού. Στις 22 Ιουνίου 168 π.Χ. επιτέθηκε κατά των Μακεδόνων και στην περίφημη μάχη της Πύδνας κατανίκησε τον Περσέα και κυρίεψε την ξακουστή πόλη της Πύδνας κι ολόκληρη τη Μακεδονία, η οποία κι έγινε ρωμαϊκή επαρχία.
Ο Περσέας, στη φυγή του προς τη Θάσο, όπου και συνελήφθη απ’ τους Ρωμαίους, εκτός του ότι άρπαξε όλους τους θησαυρούς απ’ το δημόσιο ταμείο της Πύδνας και της Πέλλας, πυρπόλησε και τα ναυπηγεία της Θεσσαλονίκης, τα οποία είχε κατασκευάσει ο Φίλιππος ο Ε’, για να μην κυριευτούν απ’ τους Ρωμαίους.
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή η Πύδνα μετονομάστηκε σε Κίτρος. Το όνομα Κίτρος αναφέρει για πρώτη φορά ο μεγάλος ιστορικός απ’ την Αμάσεια του Πόντου Στράβωνας έναν αιώνα μετά τη μάχη της Πύδνας. Ο Στράβωνας έζησε από το 69 π.Χ. ως το 23 μ.Χ. Δηλαδή, ο Χριστός ήταν 23 περίπου χρόνων όταν πέθανε ο Στράβωνας. Το ότι δε το Κίτρος είναι συνέχεια της Πύδνας πιστοποιείται καθαρότατα απ’ τα γραφόμενά του: ‘’ . . . και η προς βορράν τούτου (του Πηνειού) παραλία, Πιερία καλείται έως του Αξιού ποταμού, εν η και πόλις Πύδνα ή νυν Κίτρον καλείται . . .’’
Διάφοροι ιστορικοί και συγγραφείς έδωσαν διαφορετική εξήγηση στην προέλευση του ονόματος ‘’Κίτρος,’’ όπως έκαναν και για το όνομα της Πύδνας.
Ο επίσκοπος Κίτρους Βαρδάκας, ο οποίος είχε την καλή τύχη να υποδεχτεί τον ελευθερωτή ελληνικό στρατό στην Κατερίνη το 1912, λέει, ότι το χωριό Κίτρος πήρε το όνομά του από τα δέντρα των κιτριών, των οποίων ο καρπός είναι τα κίτρα, που κάποτε, κατά τη γνώμη του, ευδοκιμούσαν σε αφθονία εδώ. Αυτό βέβαια είναι μια αστήριχτη και πρόχειρη επινόηση.
Το πιθανότερο είναι, ότι το χωριό πήρε το όνομά του από το όνομα κάποιου Ρωμαίου στρατηγού ή άλλου Ρωμαίου άρχοντα της περιοχής.
Το ότι η ένδοξη Πύδνα μετονομάστηκε απ’ τους Ρωμαίους σε Κίτρος ή Citrium, όπως το αναφέρει το μέγα λεξικό ελληνικών και ρωμαϊκών τοπονυμιών της Βρετανικής βιβλιοθήκης του Λονδίνου, είναι ευνόητο, αν ληφθεί υπόψη η συνήθεια των τότε κατακτητών, να παραχωρούν πόλεις και μεγάλες εκτάσεις των κατακτηθέντων εδαφών στους στρατηγούς και στους άρχοντες, σαν ανταμοιβή για τις προσφερθείσες υπηρεσίες τους και σαν αντάλλαγμα των αγώνων τους για την κατάκτηση νέων εδαφών κι εκείνοι να τις μετονομάζουν με άλλα ονόματα δικής τους προέλευσης και προτίμησης. Μια τέτοια προσφορά πιθανόν να ήταν και η Πύδνα σε κάποιο Ρωμαίο άρχοντα, του οποίου το όνομα να ήταν Citrious ή κάπως έτσι, απ’ το οποίο έλκει την προέλευσή της και η μετονομασία της Πύδνας σε Κίτρος.
Την άποψη αυτή ενισχύει και το γεγονός, ότι το όνομά του το αναφέρει ο Στράβωνας, όπως είπαμε, έναν αιώνα περίπου μετά την υποδούλωση της περιοχής στους Ρωμαίους, γεγονός το οποίο βεβαιώνει, ότι το όνομα αυτό οι Ρωμαίοι το έδωσαν αμέσως μετά την εκπόρθηση της Πύδνας και οι Ρωμαίοι το επέβαλαν και επικράτησε. Αυτοί είχαν κάθε λόγο να αλλάξουν το όνομα της ένδοξης Πύδνας, που τόσα πολλά υπέφεραν ώσπου να την καταλάβουν, με κάτι άλλο διαφορετικό και προπαντός δικό τους.
Παρ’ ότι, όμως, η Πύδνα μετονομάστηκε σε Κίτρος, δεν ξέχασε ποτέ το αρχικό της όνομα, αλλά το διατήρησε και το διατηρεί και η κοινότητα της περιοχής από την ίδρυσή της και μέχρι σήμερα φέρει το όνομα ‘’Κοινότητα Πύδνης.’’
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους ο τόπος είναι γνωστός ως Πύδνα κι έτσι αναφέρεται σε πολλά βιβλία, όπως και στην ιστορία του Κατακουζηνού.
Το Κίτρος, πλην των άλλων (γεωγραφική θέση, εμπορικό λιμάνι κλπ.), διατηρώντας και την αρχαία αίγλη του, σαν επακολούθημα της ονομαστής Πύδνας, έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην περιοχή στις διάφορες περιόδους της ιστορίας και πάντοτε συνέδεε και ταύτιζε τον εαυτό του με την ονομαστή προϊστορία του.
Την εποχή της ρωμαιοκρατίας έγιναν διάφορες εξεγέρσεις και στάσεις των κατοίκων κατά των Ρωμαίων, οι οποίες πάντοτε αποτύχαιναν και πνίγονταν στο αίμα τους. Επίσης, έγιναν κατά καιρούς στις παράλιες περιοχές και διάφορες επιδρομές από άλλους λαούς και κουρσάρους, οι οποίες έπληξαν και το Κίτρος και ερήμωσαν επανειλημμένα την περιοχή.
Μετά το διαχωρισμό του ρωμαϊκού κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό απ’ το Θεοδόσιο το Μέγα το 395 μ.Χ. η Πιερία υπάχτηκε στο Ανατολικό κράτος, που είχε πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη κι ακολούθησε κι αυτή τη μοίρα του.
Σα σε παρένθεση σημειώνουμε εδώ, ότι την εποχή της διαμάχης των εικόνων, επί Λέοντος του τρίτου του εικονομάχου, η Ελλάδα, υποκινούμενη κι απ’ τον πάπα της Ρώμης Γρηγόριο τον Βο , στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγονταν τότε, ετοίμασε στόλο και, με ναύαρχο κάποιον Κοσμά, ο οποίος αναγορεύτηκε και βασιλιάς, τον έστειλε εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Εκεί, ο μεν στόλος κατακάηκε απ’ το υγρό πυρ των Βυζαντινών, ο δε Κοσμάς πιάστηκε και θανατώθηκε.
Ύστερα απ’ τη στάση αυτή της Ελλάδας, ο αυτοκράτορας Λέοντας ο τρίτος απέσπασε την Ιλλυρία και όλη την Ελλάδα απ’ τη δικαιοδοσία της Ρώμης και την προσάρμοσε στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, αργότερα, όταν έγινε το σχίσμα των δύο Εκκλησιών, η Ελλάδα βρέθηκε στον Ορθόδοξο κόσμο.
Οι Φράγκοι Σταυροφόροι, ύστερα απ’ τη διακήρυξη του πάπα Ουρβανού του Βου  στην Κερμών της Γαλλίας το 1095 και τον ξεσηκωμό τους για κατάκτηση των Αγίων Τόπων κλπ. στην πορεία τους προς την Κωνσταντινούπολη, πέρασαν κι από το Κίτρος και προξένησαν στο πέρασμά τους μεγάλες καταστροφές. Το 1204 δε, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης απ’ τους Φράγκους, η περιοχή του Κίτρους υπάχτηκε στο φραγκικό κράτος της Θεσσαλονίκης, που ίδρυσε ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός. Μάλιστα, ο Βονιφάτιος, στην προσπάθειά του να εδραιώσει το βασίλειό του στη Θεσσαλονίκη, χρειάστηκε να κυριέψει τα κάστρα του Πλαταμώνα και του Κίτρους, γεγονός το οποίο αποδεικνύει ότι η θέση του Κίτρους ήταν σημαντική και δέσποζε της περιοχής.
Την εποχή εκείνη υπήρχε έδρα επισκόπου στο Κίτρος και ο επίσκοπος ονομάζονταν Ιωάννης. Αλλά, με την κατάληψη της περιοχής απ’ τους Φράγκους διώχτηκε και τοποθετήθησε καθολικός ιεράρχης.
Αργότερα, το 1224, το κράτος της Θεσσαλονίκης καταλύθηκε απ’ το Μιχαήλ Άγγελο τον Κομνηνό της Ηπείρου κι έτσι η περιοχή του Κίτρους απαλλάχτηκε απ’ τους Φράγκους. Επανήλθε και πάλι ο ορθόδοξος επίσκοπος, ο οποίος πιθανόν ονομαζόταν Θεόφιλος και η επισκοπή του Κίτρους διατηρήθηκε ως το 1423, εποχή που ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος πούλησε τη Θεσσαλονίκη στους Βενετούς.
Κατά τους εμφύλιους πολέμους των Βυζαντινών και ιδίως την εποχή των δύο Ανδρόνινων (παππού και εγγονού) το 1330 και την εποχή των δύο Γιάννηδων (Παλαιολόγου και Κατακουζηνού, 1341 – 1347) οι Τούρκοι έβαλαν πόδι στην Ευρώπη. Τότε, ο μέγας δούκας του Ιωάννη του Ε’, ο Απόκαυκος, έστειλε το στρατηγό Μονομάχο με βυζαντινό και περσικό στρατό στη Μακεδονία. Ο Μονομάχος κυρίεψε τη Θεσσαλονίκη και τα φρούρια της Πύδνας και του Πλαταμώνα. Μόλις το έμαθε αυτό ο Κατακουζηνός, ο οποίος βρίσκονταν στη Βέροια, ζήτησε βοήθεια απ’ τον εμίρη της Βιθυνίας Αμούρ ή Ομάρ, ο οποίος κατέφτασε με 200 πλοία στο λιμάνι του Κλωπά, κοντά στη Θεσσαλονίκη. Απ’ τα πλοία του αυτά διάλεξε τα 50, τα πιο καλά και τα έστειλε στην Πύδνα. Ο Απόκαυκος, πιεζόμενος απ’ τον Κατακουζηνό, έφυγε τελικά απ’ τη Θεσσαλονίκη και τα φρούρια της Πύδνας και του Πλαταμώνα πέρασαν στα χέρια των ανθρώπων του Κατακουζηνού.
Όπως η Πύδνα στην αρχή, έτσι και το Κίτρος αργότερα υπέστη κατά καιρούς πολλές δηώσεις και καταστροφές απ’ τους ποικίλους επιδρομείς, όπως, τους Σταυροφόρους, τους Βουλγάρους του Ασάν και του Σαμουήλ, τους Σέρβους του Δουσάν, τους Τούρκους, διάφορους κουρσάρους κλπ..
Οι κάτοικοι, άλλοτε έφευγαν κι άλλοτε διώχνονταν απ’ τα σπίτια τους, όπως και οι Πυδναίοι. Αυτό, όμως, δεν αποτελεί λόγο, όπως πολύ ορθά υποστηρίζει κι ο Π. Αναγνωστόπουλος στο βιβλίο του ‘’Η Αρχαία Ολυμπική Πιερία,’’ ώστε να ξεχωρίσουμε το Κίτρος απ’ την Πύδνα.
Έτσι λοιπόν, αναγκάζονταν κάθε τόσο οι κάτοικοι να εγκαταλείπουν το Κίτρος και να φεύγουν ψηλότερα για να σωθούν.
Πιστεύεται πως κατά τον 14ο αιώνα η εγκατάληψη ήταν οριστική και οι κάτοικοι έχτισαν το χωριό του βορειότερα. Έτσι δημιουργήθηκε το σημερινό Κίτρος.
Με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης απ’ το Μουράτ Βο  στις 29 Μαρτίου 1430 κυριεύτηκε οριστικά και το Κίτρος απ’ τους Τούρκους. Τότε ο πάπας Ευγένιος παραχώρησε άφεση αμαρτιών σ’ εκείνους που θα συνεισέφεραν τον οβολόν τους για να συγκεντρωθούν 220 χρυσά φλορίνια, όσα ζητούσαν οι Τούρκοι για να απελευθερώσουν τους Ιωάννη και Βαρθολομαίο, γιους κάποιου Αμβροσίου De Martinengo, οι οποίοι είχαν αιχμαλωτιστεί απ’ τους Τούρκους στη Θεσσαλονίκη κατά την άλωσή της απ’ το Μουράτ. Ο Αμβρόσιος και η γυναίκα του είχαν ήδη ελευθερωθεί, χάρη στη γενναιοδωρία των πιστών. Μάλιστα λέγεται, πως νωρίτερα, κατά το 1390 ο Βογιατζίτ ο Α’, γυρίζοντας από μια εκστρατεία του απ’ την Κόρινθο πέρασε απ’ τα μέρη της Πιερίας σέρνοντας μαζί του δεκάδες χιλιάδες σκλάβους, που άρπαξε απ’ τη νότια Ελλάδα. Ο Βογιατζίτ έπινε πάρα πολύ κι αυτό το είχε μεγάλο καμάρι. Μάλιστα, προκαλούσε τους αυλικούς του, τους πασάδες κι οποιονδήποτε άλλο ελεύθερο ή σκλάβο του να πιουν μαζί του και να παραβγούν στο ποτήρι. Περνώντας λοιπόν απ’ την Πιερία σταμάτησε μάλλον στο Κίτρος για να ξεκουραστεί. Εδώ, ανακοίνωσε στους αυλικούς, στους στρατιώτες, στους πολίτες και στους σκλάβους του, ότι προτίθεται να παραβγεί μ’ οποιονδήποτε απ’ αυτούς στο πιοτό. Πολλοί προσήλθαν στη σκηνή του, για να πιουν και να αναμετρηθούν μαζί του, αλλά κανένας δεν τα κατάφερε να τον περάσει. Ίσως να φοβόταν κιόλας τον τρομερό σουλτάνο και να κατέθεταν έγκαιρα κι όσο λειτουργούσε ακόμα το λογικό τους, το ποτήρι τους στα πόδια του κυρίου τους. Κάποιος Κιτριώτης, όμως, άλλοι τον θέλουν σκλάβο νοτιοελλαδίτη, παραβγήκε μαζί του ως το τέλος και τον έβαλε κάτω. Ήπιε πολύ περισσότερο απ’ αυτόν. Ο σουλτάνος εντυπωσιάστηκε απ’ την ικανότητα  αυτή του κοινού θνητού και, εκτιμώντας τα ‘’προσόντα’’ του, τον έβγαλε απ’ την ασημότητα και τον ονόμασε αξιωματικό της αυλής του και ομοτράπεζό του.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, το Κίτρος υπέφερε τα πάνδεινα, όπως κι όλα τα σκλαβωμένα μέρη της Ελλάδας και πρόσφερε κι αυτό ό,τι μπορούσε στον αγώνα για την απελευθέρωση και την ανάσταση της Πατρίδας. Η συμμετοχή του στους αγώνες αυτούς ήταν και η αιτία της καταστροφής του απ’ τους Τούρκους.
Πριν το 1800 οι κάτοικοί του ξεπερνούσαν τις 3 χιλιάδες. Μάλιστα, κατά τον 17ο αιώνα το Κίτρος είχε εξελιχθεί στο σημαντικότερο χωριό της περιοχής και υπερτερούσε και αυτής ακόμα της Κατερίνης. Με τις αλλεπάλληλες, όμως, εξεγέρσεις των επαναστατών του Ολύμπου, στις οποίες έπαιρνε μέρος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και το Κίτρος, οι διώξεις απ’ τους Τούρκους έγιναν συχνές και σκληρότερες. Η καταστροφή του ολοκληρώθηκε αμέσως μετά την κήρυξη της επανάστασης του 1821 και το φόνο του επισκόπου Κίτρους Μελετίου του Α’ του Κυριακού στη Θεσσαλονίκη. Τότε, το παλιό κεφαλοχώρι έφτασε σε σημείο να έχει μόνο περί τα 20 σπίτια.
Ο Γάλλος μοναχός Καπουκίνος Robert De Dreux, παπάς της ακολουθίας της γαλλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, στο βιβλίο του ‘’Ταξίδια στην Τουρκία και στην Ελλάδα,’’ λέει, ότι το 1669, ύστερα από πορεία δύο ημερών απ’ τη Θεσσαλονίκη έφτασε και κατέλυσε στο χωριό Κίτρος. Φιλοξενήθηκε μάλιστα στο σπίτι όπου είχε φιλοξενηθεί κι ο σουλτάνος Μεχμέτ ο Δ’ (1641-1693), όταν επισκέφτηκε τον Όλυμπο. Λέγεται, πως ο σουλτάνος αυτός αγαπούσε πολύ τη φύση και το κυνήγι, γι’ αυτό κι επισκέπτονταν τα μέρη που είχαν φυσικές ομορφιές και διέθεταν άφθονα και ποικίλα θηράματα.
Επίσης, ο Άγγλος συνταγματάρχης Leake, στρατιωτικός ακόλουθος στην αυλή του Αλή πασά και μέλος της αρχαιολογικής εταιρίας της Αγγλίας, τον οποίο και προαναφέραμε, περιηγήθηκε την Ελλάδα το 1804. Σχετικά με την περιήγησή του αυτή έγραψε το 1806 δύο βιβλία. Το ένα αφορά την Πελοπόννησο και το άλλο τη Μακεδονία. Στο δεύτερο βιβλίο του μας λέει, ότι πέρασε κι απ’ το Κίτρος και επισκέφτηκε τους διάφορους αρχαιολογικούς χώρους.
Το Κίτρος, λέει ο Leake, βρίσκεται δυο μίλια μακριά απ’ τη θάλασσα και αποτελείται από λίγα μόνο σπίτια αγροεργατών. Η περισσότερη έκταση της περιοχής ανήκει στον Τούρκο σούμπαση, διορισμένου εδώ απ’ το Μπέη της Κατερίνης. Απόδειξη της παλαιότερης σπουδαιότητας του Κίτρους είναι οι έξι εκκλησίες που υπάρχουν ακόμα στην περιοχή, αν και οι περισσότερες απ’ αυτές είναι σήμερα ερρειπωμένες, γράφει ο Leake, όπου υπάρχει πληθώρα ογκολίθων της ελληνιστικής εποχής.
Ο Άγγλος αρχαιολόγος περιγράφει εκτενέστερα την περιοχή και αναφέρεται σε ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες του χωριού και της περιοχής του. Σκιτσογραφεί διάφορους τυμβόλιθους και άλλα ευρήματα, όπως τον τυμβόλιθο του Αρτεμίδωρου, που υπάρχει και σήμερα ριγμένος δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου.
Κατά τη διατύπωση της τάξης των θρόνων της εκκλησίας από το Λέοντα το Σοφό (886-912), ο επίσκοπος Κίτρους υπάγεται στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης και είναι ο πρώτος μεταξύ των 11 επισκόπων της Μητρόπολης. Γι’ αυτό κι ο επίσκοπος Κίτρους ονομάζεται ‘’πρωτόθρονος Θεσσαλονίκης.’’ Απ’ τις 11 επισκοπές μόνο οι επισκοπές Κίτρους και Βέροιας διατηρήθηκαν στην οντότητά τους μέχρι σήμερα.
Η επισκοπή Κίτρους απ’ τον 14ο αιώνα και εντεύθεν αναφέρεται σαν ‘’Επισκοπή Κίτρους ή Πύδνας,’’ όπως αναφέρει στο ‘’Χρονικό της Μητρόπολης Κίτρους’’ ο μητροπολίτης Βαρνάβας.
Απ’ την 8η Οικουμενική Σύνοδο (787, επί Ειρήνης Αθηναίας) μέχρι το 1720 αναφέρονται 17 επίσκοποι Κίτρους.
Την εποχή του Βασιλείου του Αου  επίσκοπος του Κίτρους ήταν ο Γερμανός (869-879), ο οποίος πιστεύεται ότι πήρε μέρος στην Η’ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 869.
Αλλά και άλλος επίσκοπος Κίτρους, ο Φωτεινός, ο οποίος επισκόπευσε πολύ πριν απ’ το Γερμανό, φαίνεται πως διακρίνονταν για την πολυμάθειά του, γιατί, όπως αναφέρει ο Ανθ. Αλεξούδης, πήρε κι αυτός μέρος στη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο το 451 στη Χαλκηδόνα, επί αυτοκράτορα Μαρκιανού, η οποία καταδίκασε την αίρεση του Ευτυχούς και ίδρυσε το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων.
Κατά τον 13ο αιώνα διακρίθηκε ο επίσκοπος Κίτρους Ιωάννης ‘’ως ανήρ λόγιος και περί τα νομικά εντριβέστατος.’’
Στον Ιωάννη του Κίτρους, μελετητή των Γραφών, λόγιο της Ορθοδοξίας και ‘’των εκκλησιαστικών διατάξεων και κανόνων ειδήμωνα ακριβέστατον,’’ απευθύνθηκε με επιστολή του ο επίσκοπος Δυρραχίου της Αλβανίας Κων. Καβάσιλας και ζήτησε να του εξηγήσει ορισμένα σημεία σχετικά με τα μυστήρια και ιδίως το ευχέλαιο, όπως μας πληροφορεί ο πρωτοπρεσβύτερος Κων. Καλλίνικος του πατριαρχείου Αλεξανδρείας στο βιβλίο του ‘’Ο Χριστιανικός Ναός και τα τελούμενα εν αυτώ,’’ το οποίο τυπώθηκε στο πατριαρχικό τυπογραφείο το 1921.
Ο επίσκοπος Κίτρους Δαμασκηνός (1560-1565) παραβρέθηκε στην καθαίρεση του πατριάρχη Ιωάσαφ, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 1565.
Αλλά και στην εθνική δράση διέπρεψαν ορισμένοι επίσκοποι του Κίτρους. Στον τομέα αυτό πρωτοστατεί ο επίσκοπος Μελέτιος, ο οποίος το 1822, με την κήρυξη της επανάστασης, κλήθηκε απ’ τους Τούρκους στη Θεσσαλονίκη, όπου και θανατώθηκε όπως προαναφέραμε.
ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΠΥΔΝΑΣ
Λίγα λόγια απ’ την Ιστορία του

Δημοσ.’’Ο.Β.’’ 6 – 8/11/83

Είναι γνωστό και ιστορικά αποδειγμένο ότι το σημερινό Κίτρος είναι συνέχεια της ένδοξης και ονομαστής αρχαίας Πύδνας. Η Πύδνα χτίστηκε απ’ τους Ερετριείς της Εύβοιας κατά τον 8ο ή 7ο π. Χ. αιώνα και ήταν μια σπουδαία και ζηλευτή εμπορική δύναμη στις δυτικές ακτές του Αιγαίου. Λόγω της σπουδαιότητάς της αυτής αποτέλεσε κατά καιρούς και το μήλο της ‘’Έριδας’’, ανάμεσα στις τότε ‘’μεγάλες δυνάμεις’’ και ιδίως μεταξύ των Αθηναίων, των Σπαρτιατών και των Μακεδόνων.
Η Πύδνα είχε αποκτήσει κατά καιρούς ξεχωριστή δύναμη και ιδιαίτερα την εποχή του Φιλίππου του Β’ είχε τονιστεί πολλές φορές απ’ το Δημοσθένη, το μεγάλο ρήτορα των αιώνων, η ζωτικότητά της και η μεγάλη σημασία της, σ’ ότι αφορούσε την ισορροπία των δυνάμεων στον τότε Ελλαδικό και στο Μεσογειακό γενικότερα χώρο.
Κι όλη αυτή η διάκριση και η σπουδαιότητα της Πύδνας οφείλονταν στον πλούτο της, στη γεωγραφική της θέση και περισσότερο στο ζωτικής σημασίας λιμάνι  της.
Για τον πλούτο της ενδοχώρας, ο οποίος ήταν και τότε ποικίλος και άφθονος και κυρίως για τη θέση και τη σπουδαιότητα του λιμανιού της, ήρθαν σε ρήξη πολλές φορές οι ‘’μεγάλες δυνάμεις’’, οι οποίες διεκδικούσαν τη μονοπώληση της ισχύος ή την οικονομική κι εμπορική επικράτηση στο νευραλγικό Αιγαίο και στη Μεσόγειο.
Πραγματικά, το λιμάνι της Πύδνας ήταν ο κυριότερος ναυτικός σταθμός και ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στη Νότια Ελλάδα και στα λιμάνια της Μ. Ασίας και του Εύξεινου Πόντου. Εδώ, οι θαλασσοπόροι της Αθήνας και των άλλων ναυτικών πόλεων, που ταξίδευαν στο Βόρειο Αιγαίο, έβρισκαν καταφύγιο και ξεκούραση. Εδώ πάλι, ανεφοδιάζονταν ή επισκεύαζαν τα πλοία τους οι θαλασσινοί των θρακικών ακτών, των λιμανιών του Βυζαντίου και των πιο πέρα ακόμα περιοχών της Μαύρης Θάλασσας, που αρμένιζαν προς τις παραλίες και τα ναυτικά κέντρα της Νότιας Ελλάδας.
Η Πύδνα λοιπόν, με το σπουδαίο λιμάνι της  και τη γενικότερα προνομιούχα θέση της, πολλές φορές ήρθε σε ρήξη με άρχοντες και βασιλιάδες των γύρω περιοχών  και πολλές φορές δοκίμασε το σίδερο της καταστροφής και τη φωτιά της ερήμωσης.
Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος ο Αος (492-450), διάδοχος του Αμύντα του Αου , ο οποίος ήταν σύμμαχος των Περσών, παρ’ ότι υποχρεώθηκε το 480 π.Χ. απ’ τον Ξέρξη, να συνεκστρατεύσει μαζί του κατά των Ελλήνων, βοήθησε μυστικά τους Έλληνες, όπως μας πληροφορεί η Εγκυκλοπαίδεια ‘’Βρετάνικα’’. Παρ’ όλα αυτά, όμως, δεν δίστασε ταυτόχρονα, με τη βοήθεια των Περσών, να επεκτείνει τα σύνορα της επικράτειάς του και μέχρι το Στρυμόνα και να γίνει κύριος και της ασημοφόρας περιοχής των Κρουσίων, πράγμα που ανύψωσε πάρα πολύ τα οικονομικά του κράτους του. Επωφελήθηκε μάλιστα της ευκαιρίας ο Αλέξανδρος και κυρίεψε και την ελληνική αποικία της Πύδνας.
Φαίνεται πως περσικά πλοία απέκλεισαν την Πύδνα απ’ τη θάλασσα κι έκαναν έτσι το έργο του Αλέξανδρου ευκολότερο.
Ύστερ’ απ’ αυτό, το λιμάνι της Πύδνας έγινε σταθμός ανεφοδιασμού των στρατιών του Ξέρξη, που κατέβαιναν προς τις Θερμοπύλες και τη Σαλαμίνα.
Ο Θουκυδίδης μας πληροφορεί και ο Πλούταρχος επιβεβαιώνει πως, όταν το 471 π.Χ. ο Θεμιστοκλής κατηγορήθηκε για προδοσία και συνεργασία με το Σπαρτιάτη Παυσανία και τους Πέρσες και εξορίστηκε απ’ την Αθήνα, ύστερ’ από περιπέτειές του στην Κέρκυρα και στη χώρα του βασιλιά Άδμητου των Μολοσσών της Ηπείρου, κατήλθε προς ‘’την άλλη θάλασσα’’, στις ακτές του Αιγαίου και έφτασε στην Πύδνα. Από κει και χωρίς να πει σε κανένα ποιος είναι, έφυγε με εμπορικό πλοίο απ’ το λιμάνι της και παραπλέοντας τις ακτές της Νάξου, για να αποφύγει τυχόν αναγνώρισή του, έφτασε στην Κύμη, πόλη ελληνική της Αιολίδας, στα παράλια της Μ. Ασίας. Απ’ την Κύμη έφυγε πάλι σ’ άλλη αιολική παραλιακή πόλη, τις Αιγές και μέσο του πλούσιου και ισχυρού Νικογένους, ο οποίος είχε διασυνδέσεις με επιφανείς Πέρσες, φυγαδεύτηκε στον Πέρση βασιλιά. (Πλούταρχος. Παράλλλοι βίοι. Θεμιστοκλής σελ. 39).
 Η περιπέτεια αυτή του Θεμιστοκλή δείχνει καθαρά την εμβέλεια του λιμανιού της Πύδνας και την ακτίνα επίδρασής του στο Αιγαίο εκείνο τον καιρό.
Το 432, ο βασιλιάς της Μακεδονίας Περδίκας, ο οποίος ήταν πολέμιος του αδερφού του Φιλίππου, έγινε ξαφνικά εχθρός των Αθηναίων, ενώ ήταν σύμμαχός τους, με τη δικαιολογία ότι οι Αθηναίοι πλησίασαν το Φίλιππο και μάλιστα συμμάχισαν μαζί του. Τότε, οι ως τώρα φίλοι και σύμμαχοι Αθηναίοι, πολιόρκησαν την Πύδνα, στέλνοντας τον Αρχέστρατο με 30 πλοία και χίλιους οπλίτες.
Σύντομα περίσφιξαν την πολιορκία περισσότερο, ενισχύοντας τη δύναμη αυτή μ’ άλλα 40 πλοία και δυο χιλιάδες οπλίτες με τον Κάλλιο, χωρίς όμως να πετύχουν κανένα αποτέλεσμα.
Η Πύδνα, την εποχή του Περδίκα (448-413) και του Αρχέλαου (413-399) και για πολύ ακόμα καιρό αργότερα, αποτελούσε το αξιολογότερο λιμάνι του Μακεδονικού κράτους. Απ’ το λιμάνι αυτό εξάγονταν προς όλες τις κατευθύνσεις και περισσότερο προς την Αθήνα, πολλά και διάφορα προϊόντα, ιδίως δασικά, γεωργικά και μεταλλεύματα.
Ο Αθηναίοι προμηθεύονταν απ’ την Πύδνα την πιο κατάλληλη ναυπηγήσιμη και οικοδομήσιμη ξυλεία, που φύονταν άφθονη στα βουνά της Πιερίας. Λέγεται, πως οι περίφημες αθηναϊκές τριήρεις, που καταναυμάχισαν και κατέστρεψαν τον περσικό στόλο στη Σαλαμίνα, ήταν κατασκευασμένες από πιερική ξυλία, η οποία είχε μεταφερθεί στην Αθήνα απ’ το λιμάνι της Πύδνας.
Όπως μας πληροφορεί ο ρήτορας Ανδοκίδης, ο Αρχέλαος, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404), παρά τη φαινομενικά ουδέτερη πολιτική του, διέκειτο περισσότερο φιλικά προς τους Αθηναίους. Μάλιστα, δέχτηκε και περιποιήθηκε τον αθηναϊκό στόλο στο λιμάνι της Πύδνας και εφοδίασε την αθηναϊκή στρατιά της Σάμου με κουπιά, ναυπηγήσιμη ξυλεία και άλλα εφόδια. Ύστερ’ απ’ αυτό οι Αθηναίοι τον ανακήρυξαν ευεργέτη τους και του έστησαν πέτρινη στήλη στην ακρόπολη. Γι’ αυτό κι όταν κατά την άνοιξη του 410 οι Πυδναίοι επαναστάτησαν κατά του Αρχέλαου, είτε για φορολογικούς λόγους, είτε υποκινούμενοι κατάλληλα απ’ τους Σπαρτιάτες, ο Αρχέλαος, παρ’ ότι πολιόρκησε με μεγάλη στρατιά την Πύδνα, ζήτησε και τη βοήθεια των Αθηναίων. Οι Αθηναίοι έστειλαν αμέσως γύρω στα 20 ή 30 πλοία με το Θηραμένη, ο οποίος και απέκλεισε το λιμάνι της Πύδνας. Για το σκοπό αυτό κατέφτασε και ο Θρασύβουλος από τη Θάσο με άλλα 20 πλοία. Η άλωση της Πύδνας, όμως, δεν ήταν εύκολη και, επειδή η πολιορκία χρόνιζε, ο Θηραμένης με το Θρασύβουλο έφυγαν με τα πλοία τους στην Προποντίδα, όπου ήταν και μεγαλύτερη ανάγκη να αντιμετωπίσουν το στόλο των Πελοποννησίων (Διόδοτος 13-49-1_.
Ο Αρχέλαος, όμως, επέμεινε στην πολιορκία και κατόρθωσε να κυριέψει την πόλη, οπότε και ανάγκασε τους Πυδναίους να μετοικήσουν βοριότερα περί τα είκοσι στάδια απ’ τη θάλασσα. Σύντομα, όμως, ο ίδιος ο Αρχέλαος επέτρεψε στους Πυδναίους, να επιστρέψουν στις εστίες τους κι έδωσε και πάλι ζωή και κίνηση στο σπουδαίο και ζωτικό τότε λιμάνι του Μακεδονικού κράτους.
Την εποχή του Περδίκα του 3ου (365-359), γιου του Αμύντα του 3ου, οι Αθηναίοι κυρίεψαν την Πύδνα και τη Μεθώνη κι έτσι, κατέχοντας το αξιόλογο λιμάνι της περιοχής, ισχυροποίησαν την παρουσία τους στα δυτικά παράλια του Αιγαίου (Βρετάνικα).
Την Πύδνα πολιόρκησε και τελικά ξαναπήρε πίσω ο αδερφός του Περδίκα Φίλιππος ο Βος  το 356. Σε συνέχεια ο Φίλιππος κυρίεψε τη Μεθώνη το 354, στη μάχη της οποίας έχασε και το ένα του μάτι. Αργότερα, το 348, με ορμητήριο το λιμάνι της Πύδνας, στράφηκε προς την Ποτίδαια και την Όλυνθο.
Το λιμάνι της Πύδνας ήταν τόσο σπουδαίο, που ο Φίλιππος ο Βος έλεγε πως δε θα του ήταν δυνατό να ενοποιήσει και να ισχυροποιήσει το Μακεδονικό κράτος, αν δεν γινόταν απόλυτος κύριος των παραλιακών πόλεων και ιδίως του λιμανιού της Πύδνας. Γι’ αυτό και το 358 π.Χ. προχώρησε σε μυστικές συμφωνίες με τους Αθηναίους πρεσβευτές Αντιφώντα και Χαρίδημο, οι οποίες απέβλεπαν στο να παραχωρήσει αυτός μεν στους Αθηναίους την Αμφίπολη της Χαλκιδικής, εκείνοι δε σ’ αυτόν την Πύδνα. Η συμφωνία αυτή κρατήθηκε μυστική μέχρι που ο Φίλιππος έγινε κύριος της Πύδνας και του ζωτικού της για το Μακεδονικό κράτος λιμανιού.
Το 357 ο Φίλιππος παντρεύεται την πριγκίπισσα Ολυμπιάδα, κόρη του βασιλιά Νεοπτόλεμου της Ηπείρου και συνδέεται συγγενικά με την Ήπειρο. Η Ολυμπιάδα λεγόταν Μυρτάλη και ίσως μετονομάστηκε σε Ολυμπιάδα τον επόμενο χρόνο μετά το γάμο της κι ύστερ’ απ’ τη νίκη του Φιλίππου στους Ολυμπιακούς αγώνες το 356. Το 342 ο Φίλιππος εκθρονίζει τον τότε βασιλιά της Ηπείρου Αρύββα και ενθρονίζει τον αδερφό της Ολυμπιάδας Αλέξανδρο. Τον επόμενο χρόνο (341) διαλύει τη συμμαχία με τους Πέρσες κι αρχίζει να ετοιμάζεται για να εκστρατεύσει εναντίον τους. Μάλιστα, το 336, το πρώτο εκστρατευτικό του τμήμα από 10.000 στρατιώτες είχε περάσει στην Τρωάδα κι ετοιμάζονταν να περάσει κι ο ίδιος στη Μ. Ασία και να βαδίσει κατά των Περσών. Σε γλέντι, όμως, για τους γάμους της κόρης του Κλεοπάτρας με τον Αλέξανδρο της Ηπείρου, δολοφονήθηκε από κάποιον Παυσανία. Ίσως ο δολοφόνος να ωθήθηκε στην ενέργειά του αυτή απ’ την Ολυμπιάδα, η οποία στο μεταξύ είχε παραμεριστεί, γιατί ο Φίλιππος το 337 είχε παντρευτεί τη Μακεδόνα Κλεοπάτρα, ανεψιά του στρατηγού του Αττάλου (Βρετάνικα. Ιστορία της Ελλάδας σελ. 443).
Ύστερ’ από τις διαμάχες των βασιλισσών Ολυμπιάδας, μητέρας του Μ. Αλεξάνδρου και Ευρυδίκης, συζύγου του Φιλίππου του 3ου, την ήττα και τον τραγικό θάνατο της Ευρυδίκης, η Ολυμπιάδα διάλεξε για ασφάλειά της την οχυρή Πύδνα, όπου και κατέφυγε. Την Πύδνα πολιόρκησε από ξηρά ο Κάσσανδρος και επιτηρούσε αδιάκοπα το λιμάνι της, για να αποτρέψει ενδεχόμενη άφιξη ενισχύσεων από θαλάσσης. Την άνοιξη του 316 η κατάσταση μέσα στην πολιορκημένη πόλη ήταν ανυπόφορη, λόγω της πείνας και των άλλων πολλαπλών στερήσεων. Τότε η Ολυμπιάδα αποπειράθηκε να δραπετεύσει με πλοία απ’ το λιμάνι της Πύδνας. Δεν το κατόρθωσε, όμως και αναγκάστηκε να παραδοθεί στον Κάσσανδρο και τελευταία να θανατωθεί.
Ο Κάσσανδρος, όταν έγινε κύριος της Πύδνας, ξανάδωσε πνοή και δύναμη στη ναυτική αυτή πόλη κι απ’ το λιμάνι της εφοδίαζε αργότερα με όπλα και πλοία τους συμμάχους του Πτολερμαίο, Σέλευκο και Λυσίμαχο στους εμφύλιους πολέμους που ενέκυψαν ανάμεσα στους διαδόχους του Μ. Αλεξάνδρου.
Όταν ο Φίλιππος πολιόρκησε την Άμβρακο της Αιτολίας, ο στρατηγός των Αιτολών Σκόπας, για αντιπερισπασμό, προχώρησε μέσο της Θεσσαλίας και μπήκε και λεηλάτησε την όμορφη και εύφορη πεδιάδα της Πιερίας. Εισέβαλε στο Δίο, το κατέστρεψε κι έκαψε ακόμα και τις γύρω απ’ το ναό στοές, κατακριμνίζοντας και όλους τους ανδριάντες των βασιλέων (Πολύβιος Βιβλ. 43 σελ.87).
Εκείνο, όμως που φοβόταν περισσότερο ο Σκόπας στην εκστρατεία του αυτή ήταν οι ναυτικές δυνάμεις του Φιλίπου, που στάθμευαν στο λιμάνι της Πύδνας, γι’ αυτό και προσπάθησε να ενεργήσει με γρηγοράδα και προφύλαξη κατά του Δίου.
Και την εποχή του Περσέα, του τελευταίου Μακεδόνα βασιλιά, το λιμάνι της Πύδνας ήταν σταθμός του πολεμικού ναυτικού της χώρας, γι’ αυτό και το πολεμικό ναυτικό των Ρωμαίων υπάτων, του Φλαμινίνου, του Λικινίου, του Οστίλου, του Κόιντου και αυτού ακόμα του Αιμιλίου Παύλου δεν τολμούσε να ξανοιχτεί πιο πέρα απ’ τις εκβολές του Πηνειού. Απ’ το λιμάνι της Πύδνας εξόρμησε η μικρή μοίρα του Μακεδονικού ναυτικού και επέδραμε κατά του κόλπου Ωρεού, όπου εύκολα κατάφερε να κυριέψει 5 πολεμικά και 20 εμπορικά πλοία του Λικινίου και να καταβυθίσει τα υπόλοιπα, όλα κατάφορτα με σιτάρι κι άλλα εφόδια. Αλλά και στο λιμάνι της Πύδνας κατέφυγαν τα Μακεδονικά πλοία, όταν ο ρωμαϊκός στόλος του Κόιντου, ύστερα απ’ τις επιτυχίες του στρατού του στην ξηρά, κατάφερε να κυριέψει τον όρμο του Ηρακλείου (Πλαταμώνα) και να ναυλουχίσει σ’ αυτόν. Μάλιστα, ύστερα απ’ την είσοδο του στόλου του Αιμιλίου Παύλου στο λιμάνι της Πύδνας, μετά την ήττα του Περσέα στην ξηρά, θεωρήθηκε απ’ τους Ρωμαίους ολοκληρωμένη και σίγουρη η κατάληψη της ισχυρής πόλης.
Πολλά λάφυρα της Πύδνας φορτώθηκαν στο λιμάνι της σε πλοία και μεταφέρθηκαν στη Ρώμη, για να στολίσουν το θρίαμβο του κατακτητή ύπατου Αιμίλιου Παύλου.
Αλλά κι ύστερα απ’ την αποτυχία της επανάστασης του Ανδρίσκου (149-148), οι 25 χάλκινοι ανδριάντες του Λυσίππου που άρπαξε από την Πύδνα ο Μέτελλος, φορτώθηκαν απ’ το λιμάνι της σε ρωμαϊκά πλοία και μεταφέρθηκαν στη Ρώμη.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ρωμαιοκρατίας η Πύδνα, που τότε μετονομάστηκε σε Κίτρος, με το ζωτικής σημασίας λιμάνι της, έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην εμπορική ζωή της ρωμαϊκής αυτής επαρχίας.
Αλλά και κατά τη βυζαντινή εποχή το λιμάνι του Κίτρους δεν έχασε το ενδιαφέρον του.
Κατά τους εμφύλιους πολέμους των Βυζαντινών και ιδίως την εποχή των δύο Ανδρόνικων (παππού και εγγονού) και την εποχή των δύο Γιάννηδων (Παλαιολόγου και Κατακουζηνού), τότε που οι Τούρκοι έβαλαν πόδι στην Ευρώπη, οι ακτές της Πιερίας και ιδίως το λιμάνι του Κίτρους, προσφέρονταν για προσεγγίσεις πλοίων και αποβιβάσεις αντιμαχόμενων στρατών. Τότε, ύστερα απ’ την αναγόρευση του Κατακουζηνού σε αυτοκράτορα στο Διδυμότειχο και την κάθοδό του στη Μακεδονία, ο μέγας δούκας του Ιωάννη του Ε’, ο Απόκαυκος, έστειλε το στρατηγό Μονομάχο με βυζαντινό και περσικό στρατό στη Μακεδονία. Ο Μονομάχος κυρίεψε τη Θεσσαλονίκη και τα φρούρια της Πύδνας και του Πλαταμώνα. Μόλις το έμαθε αυτό ο Κατακουζηνός που βρισκόταν στη Βέροια, ζήτησε βοήθεια απ’ το φίλο του εμίρη της Βιθυνίας Αμούρ, του οποίου ο στόλος, αποτελούμενος από 200 πλοία, ήρθε και κατέλαβε το λιμάνι του Κλωπά, κοντά στη Θεσσαλονίκη. Απ’ τα 200 αυτά πλοία, ο Αμούρ διάλεξε 50, τα καλύτερα και τα έστειλε στην Πύδνα. Ο βαρβαρικός στρατός αποβιβάστηκε στο λιμάνι και κυρίεψε το φρούριο της Πύδνας και σε λίγο και του Πλαταμώνα, τα οποία έτσι πέρασαν στα χέρια του Κατακουζηνού.
Αργότερα, το 1878, με την επανάσταση του Λιτοχώρου, ύστερ’ απ’ την απαράδεχτη για τους Έλληνες συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, που δημιουργούσε μεγάλη Βουλγαρία, εδώ στο λιμάνι του Κίτρους αποβιβάστηκε τουρκικός στρατός με τον Ασάφ μπέη απ’ τη Θεσσαλονίκη και στράφηκε εναντίον του Λιτοχώρου και του Κολινδρού.
Τον καιρό της τουρκοκρατίας οι ακτές και το λιμάνι του Κίτρους φαίνεται πως έχουν μεγάλη σημασία για τους δυνάστες. Στα ‘’Ιστορικά Αρχεία της Μακεδονίας’’ υπάρχει διαταγή του μεγάλου βεζύρη Σουλεϊμάν πασά, με ημερομηνία 11 Μαΐου 1686, η οποία απευθύνεται στις αρχές της Βέροιας, στον Καζά, της οποίας υπάγονταν  τότε και το Κίτρος και λέει: ‘’Καθίσταται γνωστόν ότι επειδή παρατηρείται μεγάλη και ανωφελής κίνησις του ελεεινού εχθρού κατά θάλασσαν, καθίσταται επιβεβλημένον καθήκον δια την θρησκείαν και το κράτος η φρούρησις των κατοίκων του χωρίου Κίτρους . . .’’ (σελ. 95).
Άλλη διαταγή του βαλή του βιλαετίου της Θεσσαλονίκης Μαχμούτ, με ημερομηνία 6 Αυγούστου 1698 λέει: ‘’Επλήροφορήθημεν ότι επτά έως οκτώ φρεγάτες του απαίσιου στόλου των Ενετών . . . ενεργούν έρευνες εις τα ακτάς της Κατερίνης και του Κίτρους. Επειδή παρίσταται ανάγκη, όπως ασφαλισθούν αι περιφέρειαι αύται, ο. . . Αλή Αγάς . . . εξέδωκε διαταγήν . . . όπως στρατολογήσητε και αποστείλητε είκοσι πέντε άνδρας δια την άμυναν των περιφερειών Ελευθεροχωρίου, Κίτρους και Κατερίνης . . .’’ (σελ. 106).
Επίσης, άλλη διαταγή με ημερομηνία 17 Φεβρουαρίου 1730 λέει: ‘’Σοφολογιώτατε ιεροδίκα Βεροίας . . . Επειδή περιήλθον εις γνώσιν ημών ότι τινες των κατοίκων και ραγιάδων του Καζά υμών μεταφέρουν και πωλούν εις τους λιμένας Κίτρους και Ελευθεροχωρίου τους καρπούς αυτών προς τους ειρημένους εχθρούς . . . εντέλεσθε όπως . . .’’ (σελ. 143).
Απ’ τα φιρμάνια αυτά φαίνεται καθαρά η εμπορική και στρατιωτική σημασία που είχε για τους Τούρκους το λιμάνι του Κίτρους, απ’ το οποίο, ας σημειωθεί, γίνονταν και όλη η διακίνηση προς όλες τις κατευθύνσεις του αλατιού της αλυκής. Της γνωστής κατά την τουρκοκρατία Τούζλας του Κίτρους.
Λόγω της σπουδαιότητας που είχε για τους Τούρκους το λιμάνι αυτό και της άγρυπνης φρούρησής του από μέρους τους, οι διάφοροι κατά καιρούς Έλληνες επαναστάτες, που προωθούνταν στο χώρο των Πιερίων και της Μακεδονίας, αναγκάζονταν να αποβιβάζονται το πλείστο στις πιο ερημικές περιοχές της Βρωμερόσκαλας και του Βαρικού ή του Ελευθεροχωρίου.
Έτσι, το 1878, στην περιοχή του Βαρικού προσέγγισαν βάρκες και ξεφόρτωσαν εφόδια για τους επασναστάτες του Ολύμπου και στην περιοχή της Λεπτοκαρυάς άραξε και εκεί πιάστηκε απ’ τους Τούρκους το ελληνικό ατμόπλοιο ‘’Βυζάντιο’’, φορτωμένο με εφόδια για το Δουμπλιώτη και τους επαναστάτες του Λιτοχώρου (ο Κολινδρός σελ. 39).
Επίσης, το πρώτο ένοπλο σώμα του Θανάση Μπρούφα, που εξόπλισε η Εθνική Εταιρία και το έστειλε στη Μακεδονία το 1896, αποβιβάστηκε στη σκάλα του Ελευθεροχωρίου κι από κει προωθήθηκε στο Βέρμιο.
Η εμπορική δραστηριότητα του λιμανιού του Κίτρους, αν και κάπως μειωμένη, διατηρήθηκε και μετά τους πολέμους του 1912, εξυπηρετώντας τις ανάγκες της αλυκής και συμβάλλοντας στη διοχέτευση πολλών προϊόντων της Πιερίας και των γύρω περιοχών στα νησιά και σε άλλα παραθαλάσσια μέρη της Ελλάδας.
Λίγο πριν απ’ τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, οι ελληνικές αρχές, εκτιμώντας τις κάθε είδους υπηρεσίες που κατά καιρούς και στο απώτερο και στο πλησιέστερο παρελθόν προσέφερε το λιμάνι του Κίτρους, αποφάσισαν την διεύρυνση και τον εκσυγχρονισμό του.
Το 1939 μεγάλης δυναμικότητας εκσκαφέας (φαγάνα) διαπλάτυνε, διεύρυνε και εκβάθυνε τον προσχωμένο και κατακλυσμένο κόλπο του, έκανε έργα προφύλαξης του στομίου του κι επίστρωσε με τσιμεντένια προβλήμα τη μια πλευρά του. Τα έργα αυτά απέβλεπαν στην αξιοποίηση του λιμανιού, το οποίο ολοκληρωμένο θα συνέβαλε τα μέγιστα στην εξυπηρέτηση των άμεσων αναγκών του στρατού στη Βόρια Ελλάδα. Δυστυχώς, η έκριξη του Βου παγκοσμίου πολέμου και η είσοδος της Ελλάδας σ’ αυτόν διέκοψε τις εργασίες και το λιμάνι έμεινε ημιτελές. Σ’ όλο το διάστημα της κατοχής, τότε που όλα τα βασικά συγκοινωνιακά μέσα είχαν δεσμευτεί απ’ τους Γερμανούς κατακτητές, το λιμάνι του Κίτρους πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στα καΐκια και στις βάρκες που κατέφθαναν στην Πιερία για να ανταλλάξουν λάδι, ελιές κλπ. με λίγο σιτάρι, καλαμπόκι ή αλάτι. Βέβαια, στον κόλπο του κατέφευγαν και μικρά γερμανικά περιπολικά σκάφη, πράγμα που είχε και τις κακές του συνέπειες, άλλα το γεγονός αυτό δεν μειώνει καθόλου την ουσιαστική αξία του λιμανιού.
Η πρώτη ουσιώδης ενέργεια των ανταρτών των Πιερίων στα χρόνια της κατοχής, που σήμανε και την απαρχή της ουσιαστικής δράσης των κατοίκων της περιοχής κατά των κατακτητών, ήταν η ανατίναξη της φαγάνας του λιμανιού, που ακόμα βρίσκονταν αραγμένη στο βάθος του κόλπου του, από ομάδα σαμποτέρ του 50 συντάγματος των ανταρτών.
Αργότερα, όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, αντάρτικα τμήματα της 10ης μεραρχίας των Πιερίων απ’ το λιμνάνι του Κίτρους και των άλλων παραλίων της περιοχής πέρασαν με καΐκια προς την Αλεξάνδρεια και τη Χαλάστρα κι από κει, με συντονισμένες προσπάθειες κι άλλων τμημάτων, λευτέρωσαν απ’ τους Γερμανούς τη Θεσσαλονίκη.
Σήμερα, που οι παραγωγικές ικανότητες της Πιερίας και των γύρω όμορων περιοχών υπεραυξήθηκαν και οι εξαγωγικές ανάγκες τους είναι άμεσες, η εμπορική τουλάχιστο σημασία του λιμανιού του Κίτρους είναι οφθαλμοφανής. Η συμβολή του στη διακίνηση εντός και εκτός Ελλάδας των κάθε είδους προϊόντων των βορείων διαμερισμάτων της χώρας θα είναι σημαντικότατη, γι’ αυτό και είναι επιβεβλημένη.
Από στοιχεία του εμπορικού επιμελητηρίου του Νομού Πιερίας προκύπτει, ότι απ’ το λιμάνι του Κίτρους είναι δυνατό να διακινηθούν γεωργικά, δασικά, κτηνοτροφικά και άλλα προϊόντα των Νομών Πιερίας, Κοζάνης, Ημαθίας, (γιατί όχι και Πέλλας και Φλώρινας) τόνων και τόνων κάθε χρόνο. Μόνο η πιερική βιομηχανία της Βιοζωκάτ παράγει σήμερα 100 χιλιάδες τόνους ζωοτροφών κλπ., που διακινούνται μέσο των λιμανιών της Θεσσαλονίκης, των Μουδανιών κλπ., πράγμα το οποίο στοιχίζει ακριβότερα στην εταιρία αλλά και δημιουργεί συνωστισμό στο ήδη ανεπαρκές λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Την ανάγκη αξιοποίησης του λιμανιού του Κίτρους αναγνώρισε και η σημερινή Κυβέρνηση, η οποία, επιθυμώντας να μεταβάλει τον παρατημένο ορμίσκο του Κίτρους σε μια αξιόλογη λιμενική μονάδα της περιοχής, όπως υπαγορεύουν οι διακινητικές ανάγκες των διαφόρων παραγωγικών μονάδων της Μακεδονίθας, προχώρησε στην κατασκευή απαραίτητων έργων διάνοιξης, εκβάθυνσης κλπ., διαθέτοντας μέχρι σήμερα το ποσό των 15 εκατομμυρίων δραχμών περίπου.
Ας ελπίσουμε πως τα έργα αυτά θα συνεχιστούν με τον προσήκοντα ζήλο, χωρίς αναβολές και διακοπές, ώστε σύντομα το λιμάνι του Κίτρους να πάρει το μέγεθος και την όψη που αρμόζει στη μακραίωνη ιστορία του και να αποβεί η απ’ τα πράγματα σήμερα επιβεβλημένη λύση των εμπορικών αναγκών όλων των γύρω παραγωγικών περιοχών.


ΤΟ ΚΟΝΑΚΙ ΤΟΥ ΚΙΤΡΟΥΣ

‘’Ολύμπιο Βήμα’’   Δημοσιεύθηκε 21.3 ‘84
Αλέκου Αγγελίδη

Την τελευταία περίπου εκατονταετία της τουρκοκρατίας, το Κίτρος ήταν τσιφλίκι της οικογένειας Μπίτζιου και μεταβιβάζονταν κανονικά απ’ τον πατέρα στο γιο. Σπουδαιότερος και πιο γνωστός απ’ αυτούς ήταν ο Νικόλαος Μπίτζιος ή Νικολάκης, όπως τον έλεγαν, που έζησε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.
Οι Μπιτζιαίοι κατάγονταν απ’ τα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου και είχαν αγγλική υπηκοότητα. Το γεγονός αυτό, όπως ήταν επόμενο, συντέλεσε πάρα πολύ, λόγω των στενών σχέσεων της Τουρκίας με την Αγγλία, στην ερδαίωση και επικράτηση των ανθρώπων αυτών στην Πιερία.
Οι μνήμες των σημερινών κατοίκων του Κίτρους πάνε πίσω τρεις γενεές των τσιφλικάδων. Θυμούνται από αφηγήσεις πατεράδων και παππούδων τους, το γερο-Μπίτζιο, τον πατέρα του Νικολάκη, που έζησε κατά τα μέσα του 1800.
Ο γερο-Μπίτζιος, ο Γιαννάκης, είχε αρχικά ένα κτήμα στο Γιδά (σημερινή Αλεξάνδρεια). Αργότερα αγόρασε ένα μικρό συγκριτικά μέρος της περιοχής Κίτρους από μια Τουρκάλα ιδιοκτήτρια γης στο χωριό. Αργότερα, την περιοχή που εκτείνεται απ’ του ‘’Παπά τη βρύση’’ και τη θέση ‘’τουρκομνήματα’’ προς το Μακρύγιαλο. Έτσι, εγκαταστάθηκε στο Κίτρος κι άρχισε τις αγορές, αρπαγές, καταπατήσεις και εκβιασμούς, οχυρωμένος πίσω απ’ την αγγλική του υπηκοότητα, να επεκτείνει τα όρια του κτήματός του και να ισχυροποιεί την επικυριαρχία του σ’ ολόκληρο το χωριό και πέρα απ’ αυτό.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, το τσιφλίκι του Μπίτζιου απλώνεται απ’ το Μακρύγιαλο ως την Κατερίνη κι απ’ τη θάλασσα ως τον Τρίλοφο και την Παλιόστανη.
Ο γέρος ήταν ένας σωματώδης κοιλαράς, βάρβαρος, σκληρός και χοντροκομμένος αφέντης. Λένε πως το σώμα του ήταν τόσο ογκώδες, που ταχτικά πήγαινε στην Ευρώπη κι έκανε εγχειρίσεις για να αφαιρεί περιττό βάρος. Ήταν τύπος εκβιαστικός και οργίλος. Είχε δηλαδή όλα τα ‘’χαρίσματα’’ του τσιφλικά. Κρατούσε στα χέρια του, όχι μόνο τα υπάρχοντα και τη ζωή των κολίγων του, αλλά κι αυτήν ακόμα την τιμή των οικογενειών τους, όπως όλοι οι τσιφλικάδες.
Οι Τούρκοι ήταν πολύ καλύτεροι απ’ αυτόν.
Ο γερο-Μπίτζιος άφησε τρία αγόρια και δυο κόρες. Το Νικόλαο, το Λεωνίδα, τον Κώστα, τη Φώτω και την Ελένη. Μετά το θάνατο του γέρου το κτήμα μοιράστηκε στα παιδιά. Ο Λεωνίδας με τη Φώτω και την Ελένη πήραν το κτήμα του Αγγιάννη και ο Νικολάκης πήρε το τμήμα του Κίτρους. Ο Κώστας δεν ανακατεύονταν με τα κτήματα. Ζούσε στη Θεσσαλονίκη.
Έτσι, τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας στο τσιφλίκι του Κίτρους διαφέντευε ο Νικολάκης. Κι αυτός δεν υστερούσε σε τίποτα απ’ τον πατέρα του. Ούτε σε σωματική διάπλαση, ούτε σε ψυχική σκληρότητα, ούτε σε θυμούς και βαρβαρότητα. Είχε βγει αντάξιος του περιβάλλοντος στο οποίο είχε γεννηθεί  κι ανατραφεί κι είχε πάρει όλα τα ‘’προτερήματα’’ του πατέρα του. Τον τσιφλικά Νικολάκη, ‘’το αφεντικό’’, όπως τον έλεγαν όλοι στην περιοχή, τον θυμούνται και σήμερα οι γεροντότεροι κάτοικοι του Κίτρους, που είχαν την ‘’τύχη’’ να τον γνωρίσουν κάποτε από κοντά και να τον υπηρετήσουν σα σκλάβοι του.
Στο μεγάλο αυτό τσιφλίκι ανήκαν, εκτός απ’ το σημερινό αγρόκτημα Κίτρους και τμήματα των αγροκτημάτων της σημερινής περιοχής του Μακρυγιάλου, της Σφενδάμης, της Σεβαστής, του Κούκου και των γύρω περιοχών.
Ο μεγαλοτσιφλικάς Νικολάκης τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο κονάκι, που χάσκει ερειπωμένο σήμερα στην  κορυφή τη  λοφογραμμής όπου βρίσκεται και το 1ο Δημοτικό σχολείο του Κίτρους. Χτισμένο στο ψηλότερο σημείο της περιοχής, υψώνονταν τις μέρες της δόξας του ογκώδες και επιβλητικό πάνω απ’ όλα τα άλλα σπίτια του χωριού και δέσποζε κυριολεκτικά σ’ ολόκληρη την επικράτεια του κυρίου του.
Από κει ψηλά αγνάντευε προς ανατολάς μεν ολόκληρο το Θερμαϊκό, στέλνοντας το βλέμμα του μακριά στη Χαλκιδική, φτάνοντας τις καθαρές μέρες κι ως πέρα στις κορυφές του Αγίου Όρους. Προς δυσμάς δε ατένιζε τις πλαγιές και τις κορυφές του Ολύμπου και των Πιερίων. Ταυτόχρονα διαφέντευε κι επιτηρούσε τα φτωχόσπιτα των κολίγων που απλώνονταν ταπεινά, άχαρα κι απρόσωπα στα πόδια του και παρακολουθούσε βλοσηρά και ασταμάτητα κάθε κίνηση των ενοίκων τους και κατάγραφε κάθε τους εκδήλωση στην καθημερινή τους ζωή.
Το σημερινό κονάκι χτίστηκε το 1909 με μαστόρους απ’ την Ήπειρο. Αρκετή πέτρα κουβαλήθηκε από ένα μικρό λατομείο που ανοίχτηκε τότε γι’ αυτό το σκοπό στην αριστερή όχθη της ρεματιάς του Ζμαϊλιού, λίγο πιο κάτω απ’ την ομώνυμη βρύση. Οι ανάγκες, όμως, του πελώριου κτιρίου ήταν μεγάλες και η αποδοτικότητα του λατομείου μικρή, γι’ αυτό η περισσότερη πέτρα κουβαλήθηκε από ένα άλλο ανοιχτό λατομείο στις ακτές της παραλίας του Κίτρους, ανατολικά της Αλυκής, προς την περιοχή του Μακρυγιάλου, στη θέση ‘’Γκρέμια.’’ Εκεί, την εποχή εκείνη υπήρχαν προεξέχοντες πετρόβραχοι, τους οποίους σύσσωμοι οι κάτοικοι του Κίτρους, κατά διαταγή και απαίτηση του αφεντικού τους, έσπαζαν με τις βαριές και τους λοστούς τους καθημερινά και τις κουβαλούσαν ασταμάτητα με τα βοϊδάμαξα και βουβαλάμαξά τους στο χτιζόμενο κονάκι. Δεν αποκλείεται οι ‘’πετρόβραχοι’’ εκείνοι να μην ήταν καθόλου φυσικοί βράχοι, αλλά μεγάλες πέτρες και γκρεμίσματα αρχαίων ναών και θεμέλια οικοδομημάτων της αρχαίας Πύδνας, τα οποία, με εντολή του αφεντικού, θριμμάτιζαν και κατέστρεφαν οι κολίγοι του Κίτρους. Επίσης, πολλή πέτρα πήραν κι απ’ τα γκρεμίσματα των παλιών εκκλησιών του χωριού. Του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Παρασκευής. Στις περιοχές των εκκλησιών αυτών υπήρχαν και πολλά μάρμαρα κι άλλα ερειπωμένα κατασκευάσματα της αρχαίας, της ρωμαϊκής και των μετέπειτα εποχών, τα οποία διαμέλισαν οι πετροκουβαλητές και μετέφεραν το υλικό τους για το χτίσιμο του κονακιού.
Η ξηλεία του, όλη από καστανιές, κόπηκε στα δάση της Σκουτέρνας. Βλάχοι κι άλλοι κάτοικοι των γύρω περιοχών με χίλιους κινδύνους κατέβαζαν τους κορμούς των δένδρων με τα μουλάρια τους μέσα απ’ τις πυκνοδασωμένες πλαγιές και τα λαγκάδια σε χαμηλά ανοίγματα κοντά στις ρεματιές κι από κει Κιτριώτες με τα κάρα τους μετέφεραν στο Κίτρος. Στην περιοχή του κονακιού δούλευαν ασταμάτητα ειδικευμένοι υλοτόμοι, που, με τα τσεκούρια και τα πριόνια τους, μετέβαλαν τους χοντρούς κορμούς των δένδρων σε χρήσιμα καδρόνια και σανίδια που χρειάζονταν οι χτίστες.
Βδομάδες και μήνες δούλευαν αγγαρεία οι κολίγοι για το χτίσιμο του αρχοντικού του αφεντικού τους. Δούλευαν όλοι, χωρίς καμιά διάκριση, χωρίς καμιά αμοιβή, χωρίς σταματημό και ξεκούραση. Κανένας δεν τολμούσε να ξεφύγει, να αδρανήσει ή να φέρει κάποια αντίρρηση.
Ο Μπίτζιος, αυταρχικός, σκληρός και βάρβαρος καθώς ήταν, δεν υπολόγιζε τίποτα. Δεν έδινε λόγο σε κανένα. Παρ’ ότι η περιοχή ήταν τουρκοκρατούμενη, αυτός ήταν ο πραγματικός κυρίαρχος και το φόβητρο των κατοίκων. Ήταν αφεντικό κι ιδιοκτήτης των πάντων. Ήταν εξουσιαστής όλων και ταυτόχρονα δικαστής τους και τιμωρός. Ήταν το αφεντικό. Γι’ αυτό κι ο λόγος του ήταν νόμος. Ο Μπίτζιος αποτελούσε κράτος εν κράτει. Ο ίδιος δίκαζε το κάθε τι που συνέβαινε στην περιοχή του και ο ίδιος επέβαλε κι εφάρμοζε τις ποινές. Συνηθέστερες κατά την κρίση του ποινές για συνήθη παραπτώματα ήταν οι ραβδισμοί και τα μαστιγώματα. Δίκαζε και καταδίκαζε στη στιγμή, χωρίς καμιά ιδιαίτερη διαδικασία.
Στην αυλή του ρημαγμένου σήμερα κονακιού αντηχούσαν πολλές φορές ηχηροί οι γόοι ή πνιγμένα τα βογκητά των τιμωρούμενων απ’ το χέρι του δύσμοιρων σκλάβων του απέραντου τσιφλικιού του. Γύριζε πάντα μ’ ένα χοντρό ραβδί στο χέρι, γνώριμο απ’ όλους τους κολίγους του, γιατί πολλές φορές είχε μεταφράσει εύγλωττα τη βαρβαρότητα του μεγάλου αφεντικού στις πλάτες τους.
Λέγεται πως οι Μπιτζιαίοι εφάρμοζαν καμιά φορά στους ατίθασους κι ασυμμόρφωτους κολίγους τους και την ποινή της εξορίας. Αυτό γίνονταν μάλλον στα πιο παλιά χρόνια. Σαν τόπο εξορίας είχαν τότε τον Κολινδρό.
Κανένας δεν τολμούσε να φέρει αντίρρηση στον πανίσχυρο τσιφλικά. Κι αυτοί ακόμα οι Τούρκοι δεν μπορούσαν τα του αντισταθούν. Ο Μπίτζιος τους ισοπέδωνε όλους. Είχε τη δύναμη να μπαινοβγαίνει στις τουρκικές υπηρεσίες και να τις αλωνίζει κυριολεκτικά, χωρίς κανένα εμπόδιο, χωρίς καμιά συστολή, χωρίς να δίνει λόγο σε κανένα. Έμπαινε στα δικαστήρια και στις φυλακές των Τούρκων κι ελευθέρωνε όποιον ήθελε, χωρίς να ρωτήσει κανένα και χωρίς κανένας να μπορεί να του αντιμιλήσει και να του αντισταθεί.
Πονηρός και πανούργος καθώς ήταν, τα είχε καλά ακόμα και με τους κλέφτες (τους ληστές) της γύρω περιοχής. Σύμφωνα με μαρτυρία επιζώντα σήμερα γέροντα, μια μέρα, καθώς πήγαινε με την άμαξά του προς την περιοχή του σημερινού χωριού των Αλωνίων, βγήκαν μπροστά του καμιά 15/νταριά ληστές. Αντί να τον πιάσουν ή να τον απειλήσουν, του πρότειναν να μείνει για λίγο μαζί τους και τού ‘στρωσαν μάλιστα και μια κάπα τους για να καθίσει. Εκείνος αστειευόμενος δεν δέχτηκε την περιποίηση, λέγοντάς τους καθαρά πως δεν κάθεται στις κάπες τους, γιατί δεν θέλει τις ψείρες τους. Στη συνάντηση εκείνη πρότεινε σ’ όσους κλέφτες ήθελαν να ‘’προσκυνήσουν’’, δηλαδή να δηλώσουν μετάνοια και υποταχή στους Τούρκους, να ανεβούν στην άμαξά του και να μην φοβηθούν κανένα. Τρεις ανέβηκαν κι έγιναν αμέσως αγροφύλακες στο τσιφλίκι του. Κανένας δεν τους πείραξε.
Ο ίδιος γέρος διηγείται περιστατικό που δείχνει την πολυφαγία του Μπίτζιου. Κάποια μέρα, νεαρό τσομπανάκι τότε ο σημερινός γέρος, πήγε ένα αρνί δώρο στο αφεντικό. Του το είχε ζητήσει νωρίτερα ο ίδιος. Βρήκε τον πελώριο Νικολάκη καθισμένο στο τραπέζι έτοιμο να φάει. Είχε μπροστά του μια ψημένη γαλοπούλα μέχρι 5 κιλά. Την  καταβρόχθισε μπροστά του χωρίς καμιά δυσκολία.
Ο Νικόλαος Μπίτζιος, μαζί με το  Δερβίς-Μπαμπά, επισκέφθηκαν από μέρους των Τούρκων κατοίκων της Κατερίνης την επαναστατική κυβέρνηση του Λιτοχώρου το 1878 και ζήτησαν απ’ το Δουμπιώτη να μην καταληφθεί η Κατερίνη απ’ τους επαναστάτες. Στηριζόμενος στην παρουσία και στη δολιόπτητα του Μπίτζιου, ο Τούρκος αγάς υποσχέθηκε πως κι αυτός δε  θα αντιδράσει, όσο περνάει απ’ το χέρι του, στις προθέσεις των επαναστατών, αν αυτοί στρέψουν τις πρώτες τους προσπάθειες προς άλλη κατεύθυνση κι όχι προς την Κατερίνη. Ο Μπίτζιος μάλιστα, για να παραπλανήσει τους επαναστάτες, είχε ζητήσει νωρίτερα και είχε πάρει κι αυτός 300 όπλα για να τα μοιράσει στους Γκέκηδες (Τουρκαλβανούς) και στους Βλάχους του τσιφλικιού του, που έμεναν στα καλύβια της Σφενδάμης. Υποσχέθηκε δε πως οι άνθρωποί του θα τα χρησιμοποιούσαν όταν θα έρχονταν η ώρα του γενικότερου ξεσηκωμού στην Πιερία. Όταν, όμως, ήρθε εκείνη η ώρα ο Μπίτζιος, όχι μόνο αποθάρρυνε τους ανθρώπους του και τους εμπόδισε να ξεσηκωθούν, αλλά θέλησε και να τους στρέψει κατά των επαναστατών λέγοντάς τους πως δεν είναι ανάγκη να σηκώσουν αυτοί ντουφέκι κι ούτε καν να ανησυχούν και να φοβούνται από κανένα, γιατί, αν χρειαστεί, θα καταφτάσει αυτός ο ίδιος με τον Άγγλο πρόξενο απ’ τη Θεσσαλονίκη και θα υψώσει στο τσιφλίκι του την αγγλική σημαία. Έτσι, δε θα μπορεί να τους πειράξει κανένας. Ούτε Τούρκος, ούτε Έλληνας. Οι προτροπές αυτές του Μπίτζιου εξουδετέρωσαν τελείως τους Γκέκηδες και τους Βλάχους και στέρησαν την επανάσταση από 300 πολύτιμα όπλα πάνω στην πιο κρίσιμη φάση της.
Η στάση αυτή του Μπίτζιου εξόργισε τους επαναστάτες και μάλιστα ο τότε οπλαρχηγός Βαγγέλης Χοστέβας, που βρίσκονταν με το σώμα του στα μέρη του Κολινδρού, θέλησε να κατεβεί στην περιοχή ανάμεσα Σφενδάμης και Κίτρους, να χτυπήσει τους Γκέκηδες και να τους πάρει πίσω τα όπλα. Τον εμπόδισε, όμως, ο επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος, ‘’δια να μη προκύψουν εμφύλιοι έριδες,’’ όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο δεσπότης.
Ο Ν. Μπίτζιος τότε έμενε σ’ ένα άλλο μικρότερο και παλιό κονάκι, που βρίσκονταν 200 περίπου μέτρα βορειότερα απ’ το σημερινό, πάνω στην ίδια λοφογραμμή. Ήταν ένα ευρύχωρο διόροφο κτίριο, συγκριτικά μικρότερο απ’ το σημερινό αλλά αρκετά μεγάλο σε σχέση με τα χαμηλά, ισόγεια κι ερειπωμένα τουρκόσπιτα του χωριού. Ήταν κι εκείνο επιβλητικό και δέσποζε του χωριού και του λόφου, στον οποίο πάνω βρίσκονταν.
Το παλιό αυτό κονάκι κάηκε το 1908. Πώς πήρε φωτιά κανένας απ’ τους επιζώντες δεν γνωρίζει. Ήταν χειμώνας και η φωτιά ξέσπασε ξημερώματα. Το πιθανότερο, αν όχι το απόλυτα σίγουρο, είναι ότι οι υπηρέτες του κονακιού, επειδή έκανε πολύ κρύο, παραγέμισαν κάποιο τζάκι με ξύλα και η μεγάλη πύρα παραζέστανε το τζάκι κι έτσι πήρε φωτιά το κτίριο. Στα καλά καθούμενα το περίζωσαν οι φλόγες κι έγινε παρανάλωμα. Δεν έμεινε τίποτα απ’ το περιεχόμενό του εκτός απ’ τα πέτρινα, κατάμαυρα και μισογκρεμισμένα ντουβάρια του.
Την ώρα της πυρκαγιάς όλο το χωριό είχε μαζευτεί γύρω-γύρω κι από κάποια απόσταση παρακλολουθούσε το θέαμα. Οι άντρες, με φαινομενικό ενδιαφέρον αλλά με ουσιαστική απροθυμία, προσπαθούσαν στην αρχή να βοηθήσουν στην κατάσβεση της φωτιάς ή στην απομάκρυνση και διάσωση επίπλων, ρούχων, εργαλείων κι άλλων αντικειμένων. Δεν κατάφερναν, όμως, τίποτα. Οι φλόγες είχαν περιτυλίξει τα πάντα. Τα χοντρά ξύλα της σκεπής και των πατωμάτων, λαμπαδιασμένα και καταφαγωμένα απ’ τη φωτιά, έπεφταν με πάταγο μέσα στα φλεγόμενα ερείπια και τα πυρακτωμένα καρφιά κατακόκκινα εκσφενδονίζονταν με ηχηρά σφυρίγματα προς όλες τις κατευθύνσεις, σχίζοντας τον αέρα, σα μανιασμένες αδέσποτες σφαίρες. Ογδονταπεντάχρονος σήμερα γέρος θυμάται ακόμα, πως παιδάκι τότε τον τραβούσε απ’ το χέρι ο πατέρας του μαζί με τ’ άλλα του αδέλφια, για να τον απομακρύνει απ’ το χώρο της πυρκαγιάς και να τον προστατέψει απ’ τα εκσφενδονιζόμενα καρφιά.
Την άλλη μέρα, σαν κόπασε η φωτιά κι όλα έγιναν κάρβουνο, γυναίκες του κονακιού κι άλλοι υπηρέτες σκάλιζαν στα χαλάσματα και κοσκίνιζαν τις στάχτες, ψάχνοντας να βρουν λίρες ή άλλα τιμαλφή. Δεν ακούστηκε, όμως, τότε να βρέθηκε κάτι.
Σαν καταστράφηκε το παλιό κονάκι, άρχισε να χτίζεται το καινούργιο. Μεγαλύτερο, μεγαλοπρεπέστερο, επιβλητικότερο. Βασικά το κτίριο είναι τετράγωνο. Έχει, όμως, μια ουσιώδη καινοτομία. Οι δυο κατά διαγώνιο αντίθετες γωνίες του προεξέχουν του τετραγώνου και υψώνονται μαζί με το κυρίως κτίριο σαν ενσωματωμένα σ’ αυτό φρούρια. Οι προεξοχές αυτές έχουν σχήμα ημιοκταγωνικό κι απ’ τα παράθυρά τους μπορεί να ελεγχθεί ολόκληρος ο περίγυρος του κτιρίου. Οι δυο αυτοί ενσωματωμένοι πύργοι σχεδιάστηκαν και χτίστηκαν προφανώς για να εξασφαλίσουν την άμυνα του κτιρίου. Για τον ίδιο σκοπό το οικοδόμημα είχε μία μόνο είσοδο, την οποία έφραζαν δυο μεγάλες σιδερένιες πόρτες, που ασφαλίζονταν από μέσα με χοντρή σιδερένια αμπάρα. Επίσης, όλα τα παράθυρα και των δύο ορόφων, εκτός απ’ τα χοντρά σιδερένια κάγκελα, είχαν και σιδερένια παντζούρια βαμμένα πράσινα. Φαρδιά πέτρινη σκάλα με χοντρά σιδερένια κάγκελα κι απ’ τις δυο μεριές της οδηγούσε στην επιβλητική είσοδο με τις πράσινες σιδερένιες πόρτες. Λίγα βήματα πιο πέρα απ’ τη σκάλα, στην αυλή και προς το μέρος της θάλασσας, υπήρχαν δυο χοντρές μαρμάρινες κολόνες μπηγμένες στο έδαφος, η μια απέναντι στην άλλη, που προεξείχαν περί τους 60 πόντους πάνω απ’ αυτό. Αυτές χρησίμευαν σαν αναβατήριο, για να βοηθούν το αφεντικό και τους ανθρώπους του να ανεβαίνουν ευκολότερα στα άλογά τους. Εκεί οδηγούσε ο υπηρέτης το άλογο απ’ το χαλινάρι του, για να ανεβεί επιδεικτικά το αφεντικό στη σέλα του. Οι κολόνες αυτές μάλλον θα προέρχονταν απ’ τα χαλάσματα των εκκλησιών του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Παρασκευής ή θα είχαν βρεθεί κάπου στη γύρω περιοχή, σκόρπια απομεινάρια της αρχαίας Πύδνας. Μια τέτοια κολόνα υπήρχε κι έξω απ’ το νάρθηκα της παλιάς εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου, όπου, μετά τον εκκλησιασμό, κάθονταν ο Μπίτζιος και δέχονταν τις ευχές και τους τεμενάδες των γεροντότερων απ’ τους κολίγους του. Εκεί ο Μπίτζιος έλεγε κι εκείνοι συμφωνούσαν.
Στη δυτική πλευρά του κονακιού και λίγα μόνο μέτρα πιο πέρα απ’ αυτό υπήρχε υπόγεια τετράγωνη τσιμεντόχτιστη δεξαμενή. Η ‘’στέρνα,‘’ όπως την έλεγαν. Σ’ αυτήν συγκεντρώνονταν όλα τα βρόχινα νερά που δέχονταν η σκεπή του κτιρίου, τα οποία συλλέγονταν με λούκια γαλβανιζέ και με πήλινους αγωγούς διοχετεύονταν υπογείως στη στέρνα. Το νερό αυτό δεν ήταν πόσιμο αλλά ανασύρονταν στην επιφάνεια με χειροκίνητη αντλία ή με κουβά απ’ το τετράγωνο άνοιγμα της οροφής της δεξαμενής και χρησιμοποιούνταν για όλες τις άλλες καθημερινές ανάγκες του κονακιού. Πόσιμο νερό έφερναν στο κονάκι οι υπηρέτες απ’ του Παπά τη βρύση.
Επίσης, το κονάκι διέθετε κι ένα είδος υπονόμων. Ήταν κατασκευασμένοι από πήλινους σωλήνες, οι οποίοι, ξεκινώντας απ’ το πίσω μέρος του κονακιού, κατέληγαν στο χαμήλωμα της πλαγιάς που βρίσκεται ανατολικά του κτιρίου. Στο βάθος της πλαγιάς τα χρόνια εκείνα υπήρχε ημιδασωμένη ξερορεματιά.
Τον καιρό της ακμής του το κονάκι ήταν περιζωμένο από πολλά δευτερεύοντα οικοδομήματα, όπως σταύλους, αχυρώνες, αποθήκες κι άλλα βοηθητικά κτίρια. Σήμερα δεν υπάρχει κανένα απ’ αυτά. Όλα κατεδαφίστηκαν κι εξαφανίστηκαν. Επιπλέον, ένα μέρος του τεράστιου οικοπέδου πουλήθηκε κατά καιρούς απ’ τους καινούργιος ιδιοκτήτες (αδελφούς Πανταζή) σε άλλους Κιτριώτες. Έτσι, αγόρασαν τμήματα γης του κονακιού οι Αντώνης Παπακώστας, Θανάσης Πίττης και Νίκος Αγγελίδης. Το οικόπεδο που απόμεινε σήμερα στο κονάκι ανέρχεται μόνο σε 8 στρέμματα.
Μόλις τελείωσαν οι κατασκευαστικές εργασίες, ο Μπίτζιος μεταφέρθηκε στο νέο κονάκι του. Δεν πρόλαβε, όμως, να το χαρεί για πολύ. Το 1915 πέθανε ξαφνικά. Τον βρήκαν πεθαμένο στο κρεβάτι του στο μπροστινό δυτικό δωμάτιο του πάνω πατώματος. Λένε πως έσκασε απ’ τη στενοχώρια του για κάποια καταστροφή του έπαθε.
Συνήθως κάθε χρόνο μετά το θερισμό, οι κολίγοι και οι εργάτες του κονακιού κουβαλούσαν τα δεμάτια στα αλώνια του τσιφλικιού κι εκεί, άλλα τ’ αλώνιζαν αμέσως κι άλλα τα στίβαζαν λίγα-λίγα προσεχτικά και με τέτοιο τρόπο, ώστε να προστατεύονται τα στάχια τους απ’ τη βροχή, ώσπου νά ‘ρθει η ώρα να αλωνιστούν κι εκείνα. Εκείνη τη χρονιά, την περίοδο του θερισμού επισκέφτηκαν το κονάκι δυο-τρεις άγνωστοι για τους κατοίκους και συνέστησαν στο Μπίτζιο, να μη μεταφέρει τα δεμάτια στα αλώνια του χωριού αλλά σε άλλες περιοχές κι εκεί να αλωνιστούν από αλωνιστική μηχανή, άγνωστη ως τότε στον τόπο. Επειδή τα περισσότερα και τα καλύτερα χωράφια του ήταν προς το μέρος του σημερινού σιδηροδρομικού σταθμού, θεόρατες θυμωνιές έγιναν σ’ ένα χωράφι κοντά στα κονάκια της Αλυκής. Οι ασταμάτητες, όμως, βροχές εκείνης της χρονιάς καθυστέρησαν τον αλωνισμό και, επειδή και ο όγκος των θυμωνιών δεν επέτρεπε τον εύκολο αλωνισμό των δεματιών, η υγρασία, που άφθονη διαπέρασε τις θυμωνιές και η ζέστη που αναπτύχθηκε μέσα σ’ αυτές, συντέλεσαν, ώστε ο καρπός των δεματιών να ξεφυτρώσει και οι τεράστιες θυμωνιές να καταπρασινίσουν. Έτσι, καταστράφηκε ολόκληρη η σοδειά, γεγονός που, όπως λένε, καταστενοχώρησε το Μπίτζιο και τον οδήγησε στο θάνατο.
Πολλοί παπάδες και ο δεσπότης της Κατερίνης παρέστησαν στην κηδεία του, την οποία παρακολούθησε κι όλο το χωριό. Από νωρίτερα είχε εκδηλώσει την επιθυμία ο Μπίτζιος, όταν πεθάνει, να τον θάψουν κάτω απ’ τα δέντρα που βρίσκονται απέναντι απ’ το Κίτρος, ψηλά στο λόφο της Σεβαστής. Στη Φούντα. Ήθελε από κει πάνω, όπως έλεγε, να αγναντεύει το τσιφλίκι του. Δεν τον έθαψαν, όμως, εκεί. Τον έθαψαν σε καγκελόφραχτο μνήμα, με μαρμάρινη βάση και πλάκα, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου στο Κίτρος, κοντά στο καμπαναριό και κάτω από μια τεράστια ελιά, της οποίας η ζωή μετριούνταν σε αιώνες.
Πριν λίγα χρόνια, όταν ανακαινίστηκε η εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου και ξαναχτίστηκε μεγαλύτερη και πιο ευρύχωρη, η ελιά κόπηκε και το μνήμα του Μπίτζιου ισοπεδώθηκε κι αποτέλεσε τμήμα της διπλανής αυλής της εκκλησίας. Τα οστά του τα είχε μεταφέρει νωρίτερα ο γιος του Γιαννάκης στην Αθήνα, όπου και διέμενε. Με την επέκταση της εκκλησίας ισοπεδώθηκαν κι εξαφανίστηκαν και ορισμένοι τάφοι παπάδων, που ως τελευταία βρίσκονταν στο πίσω μέρος του αγίου Βήματος του ναού.
Μετά το θάνατο του Νικολάκη το μεγάλο αγρόκτημα έμεινε στο γιο του Γιαννάκη.
Στις μέρες του Γιαννάκη το τσιφλίκι παρήκμασε, διαμελίστηκε και χάθηκε. Μαζί του έσβησε και το όνομα του Μπίτζιου.
Την εποχή του Μακεδονικού αγώνα μέχρι και το 1912 ο ρόλος του κονακιού αλλάζει. Το κονάκι γίνεται σταθμός προώθησης των αποστελλόμενων απ’ την Ελλάδα όπλων για τους αντάρτες των Πιερίων. Τα όπλα που έφταναν με καΐκια μέχρι τις ακτές του Μακρύγιαλου ή της Βρωμερής (Καλλιθέας), -γιατί το λιμάνι του Κίτρους επιτηρούνταν σχεδόν πάντοτε άγρυπνα απ’ τους Τούρκους- μεταφέρονταν στα υπόγεια του κονακιού κι από κει, με αγωγιάτες (κερατζήδες) απ’ τον Κολινδρό και τα άλλα χωριά, προωθούνταν με μουλάρια στα αντάρτικα σώματα του Σαρμίνου, του Ματαπά, του Π. Μελά κι άλλων οπλαρχηγών που βρίσκονταν στα ορεινά χωριά των Πιερίων ή στους βάλτους του Αλιάκμoνα. Μάλιστα, λένε πως και τα υπόγεια του σπιτιού του Μπίτζιου στη Θεσσαλονίκη τα είχαν μετατρέψει σε αποθήκες όπλων, τα οποία με διάφορους τρόπους προωθούνταν στους μακεδονομάχους.
Τα βράδια της 10ης ως και της 15ης Οκτωβρίου 1912, καθώς ο ελευθερωτής ελληνικός στρατός κατέβαινε απ’ τις πλαγιές των Πιερίων και πλησίαζε στην Κατερίνη, πολλοί κάτοικοι του χωριού είχαν συγκεντρωθεί μέσα στο κονάκι, για να προφυλαχτούν καλύτερα απ’ τους υποχωρούντες Τούρκους. Ορισμένοι έμεναν στα σπίτια τους και νωρίς-νωρίς αμπαρώνονταν σ’ αυτά, κρυβόμενοι όσο μπορούσαν ασφαλέστερα. Οι τούρκικες οικογένειες της περιοχής της Κατερίνης, με όσα πράγματά τους μπορούσαν να μεταφέρουν φορτωμένα στα κάρα τους, στα άλογα ή στις πλάτες τους, περνούσαν ασταμάτητα τις νύχτες απ’ τους δρόμους του χωριού και, βιαστικοί και τρομοκρατημένοι, έφευγαν προς τη Θεσσαλονίκη. Πολλοί απ’ αυτούς που είχαν γνωστούς και φίλους στο Κίτρος, με τους οποίους συνδέονταν μια ζωή, καθώς περνούσαν μπροστά απ’ τα σπίτια τους, τους φώναζαν με τα ονόματά τους να βγουν έξω, να φιληθούν και να αποχαιρετιστούν, γιατί μάλλον δε θα ξανάβλεπε ποτέ ο ένας τον άλλο. Κανένας, όμως, δεν έβγαινε απ’τους κρυψώνες τους κι ούτε έδινε σημεία ζωής.
Μπροστά απ’ το κονάκι, στην πλαγιά προς το μέρος της θάλασσας, ήταν το μεγάλο αμπέλι του Μπίτζιου (εικοσιπέντε στρέμματα περίπου) και στην ψηλότερη άκρη του αμπελιού, στην κορυφή του λόφου, κοντά στο σημερινό 1ο Δημοτικό Σχολείο, υπήρχε ένας μεγάλος πέτρινος ανεμόμυλος. Μαζί με το κονάκι αποτελούσαν το δυαδικό ‘’σήμα καταταθέν’’ της περιοχής.
Τον ανεμόμυλο αυτό, τις μέρες της ακμής του τσιφλικιού, τον χρησιμοποιούσαν για να αλέθουν, ως επί το πλείστο, τους γιαρμάδες των ζώων (τροφές από γεωργικά προϊόντα). Τελευταία, την εποχή του 1930 κι ύστερα, είχε αχρηστευθεί σαν μύλος. Οι ανεμοφτερωτές του είχαν τσακιστεί και γκρεμιστεί και οι βαριές μυλόπετρες είχαν ακινητοποιηθεί οριστικά. Το τεράστιο σαν κάστρο κυλινδρικό κτίριό του το χρησιμοποιούσαν για αποθήκη του αμπελιού. Αντί για αλευρωμένα αμπάρια και σακιά, ο ανεμόμυλος τώρα ήταν γεμάτος με κρασοβάρελα και κοφίνια που μύριζαν τσίπουρα.
Ολόκληρο το αμπέλι, μαζί με τον ανεμόμυλο, ο Γιαννάκης Νπίτζιος το δώρισε στον πιστό του αγροφύλακα Ταξιάρχη Παπανικολάου. Λέγεται πως ο Παπανικολάου πολλές φορές, όταν ο Γιαννάκης διέτρεχε ή νόμιζε πως διέτρεχε κίνδυνο απ’ τη συμμορία του Γιαγκούλα και του Μπαμπάνη, τον φύλαγε, τον φυγάδευε ή τον έκρυβε κατάλληλα.
Ο νέος ιδιοκτήτης του μεγάλου αμπελιού κατεδάφισε τον ιστορικό και ενδιαφέροντα ανεμόμυλο μέσα στη δεκαετία του ‘60.
Δίπλα στον ανεμόμυλο, στην άκρη του δρόμου, υπήρχε και πρέπει να υπάρχει ακόμα πέτρινο ορόσημο, σε σχήμα λεπτής τετράγωνης πέτρινης στήλης, χωμένο εξ ολοκλήρου σχεδόν στο έδαφος, σταθερό ξεκίνημα για τοπογραφικές καταμετρήσεις.
Μετά την απελευθέρωση ο Γιαννάκης Μπίτζιος, εγκαταστημένος στη Θεσσαλονίκη, σπάνια επισκέπτονταν το Κίτρος. Το κονάκι έμενε ακατοίκητο και το αγρόκτημα αφέθηκε στην επίβλεψη του διαχειριστή Ευάγγελου Πανταζή και του αδερφού του Βασίλη.
Λίγο πριν τη μικρασιατική καταστροφή και την άφιξη των προσφύγων, ο Γιαννάκης Μπίτζιος άρχισε να πουλάει με βιασύνη τα κτήματα του τσιφλικιού του. Πολλοί κολίγοι του Κίτρους αγόρασαν χωράφια. Άλλος λίγα κι άλλος πολλά. Ένα μεγάλο μέρος του τσιφλικιού απαλλοτριώθηκε απ’ το κράτος για την αγκατάσταση των προσφύγων που ήρθαν στα μέρη αυτά απ’ την Ανατολική Ρωμυλία, τον Πόντο κ.λ.π.. Έτσι, το ονομαστό τσιφλίκι του Μπίτζιου διαμελίστηκε και το κονάκι αγοράστηκε απ’ τους αδελφούς Ευάγγελο και Βασίλειο Πανταζή, μαζί με όλο το οικόπεδό του.
Το άλλο κομμάτι του τσιφλικιού της περιοχής Αγιάννη, ύστερ’ απ’ το θάνατο του Λεωνίδα Μπίτζιου περιήλθε στη δικαιοδοσία της Φώτως και του ανεψιού της Μικέ, γιου της Ελένης. Τα τελευταία χρόνια, ό,τι είχε απομείνει απ’ το τσιφλίκι αυτό ήταν γνωστό σαν το κτήμα της Φώτως.
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930, τα κάτω δωμάτια του κονακιού του Κίτρους τα χρησιμοποιούσαν οι νέοι ιδιοκτήτες του σαν αποθήκες σιτηρών. Το 1934, όμως, η οικογένεια του Βασίλη Πανταζή το έκανε κατοικία της και το κατοίκησε ως το 1959, οπότε μετοίκησε στη Θεσσαλονίκη.
Με την κατάρευση της Ελλάδας το 1941, οι προελαύνοντες προς νότο Γερμανοί το επίταξαν για ένα μικρό χρονικό διάστημα, όσο κράτησαν και οι μάχες στον Όλυμπο και τα Τέμπη και το έκαναν στρατηγείο τους. Σ’ αυτό εγκαταστάθηκε ο Γερμανός στρατηγός με το επιτελείο του, διοικητής της μονάδας που μάχονταν στον Όλυμπο.
Με την αποχώρηση των Γερμανών και την κάθοδο των ανταρτών του ΕΛΑΣ έγιναν σπασμωδικές και μεμονωμένες προσπάθειες δήμευσης ή κατεδάφισης του κτιρίου. Η μόνη ουσιώδης προσπάθεια που είχε εκδηλωθεί ήταν το 1944, όταν έγινε μια πρόταση κατεδάφισής του και χρησιμοποίησης των υλικών του για την οικοδόμηση του παραπλήσιου 1ου Δημοτικού Σχολείου. Η προσπάθεια, όμως, αυτή ήταν μεμονωμένη και κινούμενη περισσότερο από ιδιωτικές και ιδιοτελείς πρωτοβουλίες, γι’ αυτό και δεν πέτυχε. Έτσι, το κονάκι διασώθηκε. Μόνο που ένα διάστημα εκείνης της περιόδου δεσμεύτηκε ένα μέρος των χώρων του απ’ τις τότε τοπικές οργανώσεις για την αγκατάσταση αναρρωτηρίου και διαφόρων αποθηκών. Η δέσμευση αυτή ήταν μόνο για λίγους μήνες. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας η κατάσταση εκείνη παρήλθε και όλα έληξαν.
Η οικογένεια του Βασίλη Πανταζή έπαψε να κατοικεί σ’ αυτό το 1959, όπως αναφέρθηκε. Από το 1957 ο επάνω όροφος χρησιμοποιήθηκε απ’ τον καθηγητή Παπαδημητρίου σαν ημιγυμνάσιο. Τότε έγιναν κι ορισμένες μικρομεταβολές. Ανοίχτηκε μια δεύτερη πόρτα στο πίσω μέρος και προστέθηκε στην ίδια πλευρά μια σιδερένια σκάλα για την ευκολότερη διακίνηση των μαθητών. Το 1963, ύστερα απ’ το θάνατο του καθηγητή Παπαδημητρίου, το ημιγυμνάσιο έκλεισε και από τότε το κονάκι παραμένει εγκαταλειμμένο κι έρμαιο στις διαβρωτικές επιδράσεις των ανέμων και των καιρικών συνθηκών γενικότερα.
Σήμερα, στο χωριό έχουν την εντύπωση πως το κονάκι ανήκει στους κληρονόμους του Βασίλη Πανταζή και πιο συγκεκριμένα στα δυο του παιδιά, το Θανάκη και το Γιώργο, οι οποίοι και την 20η Φεβρουαρίου 1984 άρχισαν την ολική κατεδάφισή του. Οι κληρονόμοι, όμως, του Ευάγγελου Πανταζή (δηλαδή τα ξαδέρφια τους), όλοι ή μερικοί απ’ αυτούς, ήγειραν κληρονομικές αξιώσεις και με την παρέμβασή τους οι εργασίες κατεδάφισης σταμάτησαν.
Επιπλέον, επενέβησαν και ορισμένες υπηρεσίες, οι οποίες τη δωδέκατη ώρα το είδαν σαν κτίριο με κάποια ιστορική αξία κι ενδιαφέρθηκαν για τη διάσωση και τη διατήρησή του. Τελικά θεωρήθηκε διατηρητέο απ’ το Υπουργείο Πολιτισμού.
Σύμφωνα με πληροφορία ενός απ’ τους κληρονόμους, το κονάκι προσφέρθηκε παλιότερα στην Κοινότητα Πύδνας έναντι ισόποσης έκτασης σε κάποια άλλη περιοχή του χωριού αλλά οι τότε διοικούντες το χωριό δεν δέχτηκαν την πρόταση.
Οι κατεδαφιστές πρόλαβαν και χάλασαν μόνο τη σκεπή. Τώρα, το μεγαλόπρεπο άλλοτε κονάκι παραμένει ξέσκεπο, χωρίς παράθυρα και πόρτες, διάτρυτο και γυμνό, χωρίς αξιοπρέπεια και επιβλητικότητα και χάσκει σαν κουφάρι μέσα στη βροχή και στο κρύο. Στέκεται βουβό στη μοναξιά του πάνω στο λόφο με αγριόχορτα φυτρωμένα στα παράθυρα και στις κορφές των ξέσκεπων ντουβαριών του και δέρνεται απ’ τους απόηχους του παρελθόντος, που αντηχούν ηχηροί και μανιασμένοι στα σωθηκά του κι αντιβουίζουν παράξενα στα ορθάνοιχτα και κρύα δωμάτιά του. Το κονάκι παρατημένο, γυμνό και ολομόναχο, κουρελιασμένο απ’ το χρόνο και την εγκατάλειψη, αναμετρά τις τελευταίες του ώρες. Βουβό συλλογίζεται τις παλιές του καλές μέρες και θυμάται, ποιος ξέρει με τι πόνο, τις ξεχασμένες του τιμές και τις ξεπερασμένες του δόξες.
(Μετά το θάνατο του συγγραφέα Αλέκου Αγγελίδη, κάποιος αγόρασε το κονάκι στην κατάσταση που ήταν και, διαθέτοντας πάρα πολλά χρήματα, όπως έμαθα, το μετέτρεψε σ’ ένα περίφημο οικοδόμημα. Από τη σύζυγό του, Δήμητρα Αγγελίδου).

No comments:

Post a Comment