Tags

, , , , , , , , ,


Ο Γιάννης Ρίτσος

Ο Γιάννης Ρίτσος

Χθες το βράδυ, ανήμερα της θυσίας του Γρηγόρη Αυξεντίου στον Μαχαιρά, ρίχνοντας τιμής ένεκεν, όπως συνηθίζω να κάνω κάθε χρόνο, μια ματιά στον σπουδαίο “Αποχαιρετισμό” του Γιάννη Ρίτσου, ήρθε στο διεστραμμένο φιλολογικό μυαλό μου, τι άλλο, ένα συγκριτολογικό ερώτημα, το οποίο μένει σχετικώς αδιερεύνητο, όσο γνωρίζω: ο διακειμενικός διάλογος του Ρίτσου με τον Νίκο Καζαντζάκη.

Ο Καζαντζάκης γνώριζε και εκτιμούσε τον Ρίτσο. Στα Τετρακόσια Γράμματα, π.χ. (σελ. 172, σημ. 5), ο Παντελής Πρεβελάκης ανασύρει από τα τετράδια του Καζαντζάκη την πληροφορία ότι ο Κρητικός είχε σκοπό να συμπεριλάβει έργο ή έργα του σχετικά νεαρού ακόμη τότε Ρίτσου (δεν γνωρίζουμε ποιο ή ποια) σε μια ανθολογία 100 ποιημάτων, που είχε στα σκαριά. Ο Καζαντζάκης είχε σκοπό να τοποθετήσει τον Ρίτσο πλάι στον Σεφέρη, τον Καβάφη, τον Γρυπάρη και τον Καρυωτάκη. Οι επιλογές του Καζαντζάκη στο συμπίλημα αυτό, το οποίο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, ήταν ομολογουμένως υποκειμενικές και προσωπικές. Η συμπερίληψη, π.χ., του Λευτέρη Αλεξίου και του Μάρκου Αυγέρη έγινε μάλλον από αβρότητα. Δεν θα ήταν όμως δίκαιο μάλλον να υποθέσουμε ότι η ανθολόγηση και του Ρίτσου οφειλόταν στη γνωριμία του τελευταίου με τη Γαλάτεια (δείτε το σχόλιο της Αγγελικής Κώττη κάτω).

Ότι ο Ρίτσος διάβαζε γενικά τον Καζαντζάκη δεν νομίζω ότι χωρεί αμφιβολία, όχι μόνο λόγω της φήμης του τελευταίου, που γιγαντώθηκε από τη δεκαετία του 1940 και εξής. Τους δύο μεγάλους λογοτέχνες μας συνδέει, πέρα από τον κομμουνισμό, με την επίσημη τουλάχιστον έκφανση του οποίου ο Καζαντζάκης είχε τρικυμιώδη σχέση, μια ιδιαίτερη ροπή προς την υπαρξιστική φιλοσοφία (αν και ο Ρίτσος υπήρξε πιστός κομματικός στρατιώτης μέχρι το τέλος της ζωής του, στην ποιητική του δεν είναι ορθόδοξος μαρξιστής). Ο εκλεκτικός στοχασμός του Καζαντζάκη εμφανίζει σαφώς πρωτο-υπαρξιστικά χαρακτηριστικά. Η σχέση του Ρίτσου με τον υπαρξισμό τώρα αρχίζει να ερευνάται, αλλά το έδαφος δείχνει ιδιαίτερα εύφορο. Γενικώς, η πρόσληψη του υπαρξισμού στην Ελλάδα είναι ανεπαρκώς μελετημένη: ιδού άλλο ένα λαμπρό πεδίο δόξης για νέους ερευνητές.

cebdceafcebacebfcf82-cebaceb1ceb6ceb1cebdcf84ceb6ceaccebaceb7cf82Σε κάθε περίπτωση, δεν έχω σκοπό να ασχοληθώ ευρύτερα με το θέμα του διακειμενικού διαλόγου του Ρίτσου με τον Καζαντζάκη εδώ (ή αλλού, προς το παρόν). Στόχος μου είναι να υποδείξω δύο σημεία στον “Αποχαιρετισμό”, τα οποία κατά πάσα πιθανότητα παραπέμπουν σε ισάριθμες στιγμές του έργου του Καζαντζάκη: στην πρώτη περίπτωση, στο θεατρικό του έργο, στη δεύτερη στο μυθιστορηματικό.

Α. ΡΙΤΣΟΣ, ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ ΚΑΙ “ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ”

Όπως γνωρίζουν οι αναγνώστες, ο Ρίτσος έγραψε τον “Αποχαιρετισμό” στον Γρηγόρη Αυξεντίου με πυρετώδη ρυθμό από τις 5 μέχρι τις 25 Μαρτίου 1957. Τον ξεκίνησε δηλαδή δύο μόλις μέρες μετά τον θάνατο του ήρωα. Το ποίημα ανήκει σε μια ποιητική φόρμα στην οποία ο Ρίτσος διέπρεψε, ιδιαίτερα στην Τέταρτη Διάσταση: τον δραματικό ποιητικό μονόλογο.

Ο Ρίτσος φαντάζεται τις τελευταίες στιγμές του ήρωα στη φλεγόμενη σπηλιά και τον βάζει να στοχάζεται για τη ζωή και τον θάνατο, για τον θάνατο και την αθανασία, για την τιμή και τη θυσία, λίγο πριν τον τυλίξουν οι φλόγες. Σε μια συγκεκριμένη αποστροφή, ο ήρωας ζυγίζει τον θάνατο και τον βρίσκει ελαφρύ· καλωσορίζει την προοπτική του μαρτυρίου ως ολοκλήρωση του Αγώνα, ως το ύστατο στεφάνι, τώρα που το Καθήκον έχει ολοκληρωθεί. Στους στοχασμούς του, θυμάται πρώτα τον Χριστό, έπειτα τον Προμηθέα:

Κι αλήθεια, ξέχασα να σας πω το κυριότερo
-που μόλις τώρα τόμαθα-
δεν είναι τόσο δύσκολος ο θάνατος. Το αντίθετο μάλιστα.
Και σας βεβαιώνω τώρα με το αίμα μου :
ποτέ δεν ήταν τόσο ευτυχισμένος ο Χριστός
όσο την ώρα που το τελευταίο καρφί τον άφησε ακίνητο,
χωρίς να τον σκοτώσει,
για να κοιτάξει κατάματα τον ουρανό και τη θυσία του,
ποτέ ο Προμηθέας δεν αντίκρισε τόσο γαλήνια κι ολόφωτα τον κόσμο όσο την ώρα που
το ράμφος του όρνεου βρήκε τα μάτια του ξέροντας,
τότε μόνο, πως είχε αξιωθεί να δώσει το φως και τη φωτιά στον άνθρωπο

Χριστός και Προμηθέας υπήρξαν δύο από τους μεγάλους “σωματοφύλακες” ή “δορυφόρους” της “Οδύσσειας” για τον Καζαντζάκη. Κι αν ο Καζαντζάκης δεν αφιέρωσε στον Προμηθέα ένα κάντο, όπως έκανε για τους λοιπούς, του αφιέρωσε (όπως και του Χριστού) μια τραγωδία, συγκεκριμένα μια τραγική τριλογία (“Προμηθέας Πυρφόρος – Δεσμώτης – Λυόμενος”), την οποία άρχισε να γράφει μες στην καρδιά της γερμανικής κατοχής, το 1943.

Το πιο πάνω σημείο του ποιήματος του Ρίτσου, εισηγούμαι, με την έμφαση που δίνει στην υπέρβαση του φόβου του θανάτου και στο ευφρόσυνο καλωσόρισμα του μαρτυρίου, παραπέμπει ευθέως όχι στην αισχύλεια ή εν γένει τη μυθολογική, αλλά ειδικά στην καζαντζακική εκδοχή του Προμηθέα. Πιο συγκεκριμένα, η στάση του Αυξεντίου απηχεί την προλογική ρήση του Προμηθέα στον καζαντζακικό “Προμηθέα Δεσμώτη”, το δεύτερο έργο της προμηθεϊκής τριλογίας (Θέατρο Α´, σελ. 95 κ.ε. στην έκδοση του 1964).

Ο καζαντζακικός Προμηθέας βρίσκεται κι αυτός, όπως ο Γρηγόρης, προ του μαρτυρίου. Καθηλωμένος στον βράχο του Καυκάσου, όπως ο Αυξεντίου στη σπηλιά, αφουγκράζεται την κάθοδο του “ανέσπλαχνου όρνιου” – πράος, γαλήνιος, στοχαστικός, έτοιμος. Αποστρεφόμενος προς τη Μοίρα, την ευχαριστεί που κράτησε τον αϊτό μακριά τόσο όσο χρειαζόταν, για να ολοκληρώσει το έργο του: να δώσει στους ανθρώπους τις τέχνες, να ανάψει τη μέσα τους φωτιά. Ο χρόνος, το ότι πρόλαβε, είναι κι εδώ, όπως και στον Ρίτσο, η πεμπτουσία της χαράς του (η καρδιά του, λέει, “φτερουγίζει”):

Ευχαριστώ σε, Μοίρα ξελογιάστρα
Που τον αιτό κρατούσες τόσα χρόνια
Στου κεραυνόχαρου θεού τη φούχτα
Κι αμπόδας τον να μου χυθεί, για να᾽χω
Καιρό τις πρώτες τέχνες στους ανθρώπους,
τις πρώτες φλόγες μέσα τους ν᾽ ανάψω·
τέλειωσα πια, τις άναψα, και τώρα
καλώς να᾽ρθεις, αϊτέ, τα στήθια ανοίγω!
Να᾽σαι καλά, φτεροκοπούσες, όρνιο,
Αιώνια λιμασμένο, κι ως σε γρίκουν
Στη σιγαλιά του νου μου να στρηνιάζεις,
Πηδούσα ορθός κι απόδιωχνα τον ύπνο
Κι όλες τις πλάνες μαριολιές της νύχτας.
“Καιρό δεν έχω!” φώναζα, κι αρχίνουν
βαθιά να οργώνω, ως γης, το ανθρωπολόι.
 
 

Το έργο του καζαντζακικού Προμηθέα, όπως και του Αυξεντίου, έχει τελειώσει: έχουν μοιράσει στους ανθρώπους τη φωτιά – ο Προμηθέας τη φλόγα που πυρώνει τον νου, ο Αυξεντίου τη λάμψη της λευτεριάς· ως εκ τούτου δεν φοβούνται να αντικρύσουν το μαρτύριο που έρχεται, αντιθέτως το εκλαμβάνουν τρόπον τινά ως ολοκλήρωση της αποστολής τους και τελείωση της ευδαιμονίας τους.

Από δω και μπρος, όμως, οι δρόμοι τους χωρίζουν ουσιωδώς. Ο Αυξεντίου προσδέχεται τον θάνατο, όπως ο Καρυωτάκης άλλοτε τη λύπη, “ως έπαθλο του αγώνα”. Ο καζαντζακικός Προμηθέας, αντίθετα, αντιμετωπίζει τον αϊτό, τον “κρυφό συνεργάτη”, ως όργανο της σωτηρίας του και όχι ως μέσο της αποδεκτής και αναγκαίας, για τους λόγους που προαναφέραμε, καταστροφής του. Ο αϊτός έπρεπε κάποτε να κατέβει από τον ουρανό, γιατί χωρίς αυτόν για τον καζαντζακικό Προμηθέα τίποτε δεν έχει οριστικά τελειώσει. Τα πάντα στη δράση του Προμηθέα κατέτειναν στη στιγμή που ο αετός θα κατασπάραζε τα σωθικά του:

Αϊτέ, κρυφέ μου συνεργάτη, τώρα
Που ολόρθος πήρε φόρα ο νους του ανθρώπου
Καιρός να κατεβείς να αποτελέψεις,
θες και δε θες τη λύτρωση μαζί μου·
τα σπλάχνα μου για σένα τα᾽ χω θρέψει
για σένα παραθράσεψαν, κατέβα
να φας, να πιεις, και να μου ανοίξεις στράτα.
 

Η στράτα αυτή είναι ο Ανήφορος. Γιατί, κι αν έκαμε το καθήκον του απέναντι στους ανθρώπους, ο καζαντζακικός Προμηθέας δεν έχει ακόμη κάμει το καθήκον του απέναντι στον μέσα του Θεό: μόνο αν μπορέσει να αντικρύσει την άβυσσο με αθόλωτο μάτι (αυτό που ο Καζαντζάκης ονομάζει αλλού “Κρητική Ματιά”), μόνο “αν κάμει τη σάρκα πνέμα”, θα γίνει salvator dei.

Ο Αυξεντίου του Ρίτσου αντιμετωπίζει κι αυτός τον θάνατο με μάτι αθόλωτο, σαν τον Προμηθέα και τον Χριστό, γιατί ο θάνατος και το μαρτύριο συνιστούν την ύψιστη επικύρωση του μεγαλείου του και επέρχονται σε μια στιγμή που το επίγειο έργο του έχει τελειώσει. Είναι όμως άνθρωπος και όχι Υπεράνθρωπος. Δεν ντρέπεται να κλάψει μπροστά στο διαφαινόμενο τέλος, να θρηνήσει τα 29 του χρόνια και την ωραιότητα της παρθενίας του. Κλαίει, αλλά φυσικά ακολουθεί κι αυτός τον Ανήφορο:

Δε δέχομαι, όχι, τη θυσία για το θάνατο. Τη δέχομαι
Μονάχα για τη ζωή – για μια ζωή που πια δε θα
Απαιτεί καμιά θυσία. Είμαι έτοιμος.

Ο Αυξεντίου και το κρησφύγετό του στον Μαχαιρά

Ο Αυξεντίου και το κρησφύγετό του στον Μαχαιρά

Β. ΡΙΤΣΟΣ, ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ ΚΑΙ “ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ”

Η δεύτερη περίπτωση διακειμενικού διαλόγου ανάμεσα στον Ρίτσο και τον Καζαντζάκη στον “Αποχαιρετισμό” είναι, νομίζω, σαφώς πιο προφανής και άρα δεν απαιτεί ιδιαίτερο σχολιασμό. Ο υπαινιγμός εντοπίζεται στο πιο πολυδιαβασμένο – και δικαίως – χωρίο του ποιήματος:

Μην κλαίτε. Και ξέρω τώρα, όσο ποτέ,
Πως είναι δυνατή η ελευθερία. Γεια σας.
Τούτη την ώρα δεν τρομάζω τα μικρά ή μεγάλα λόγια –
Μπορώ να σκουπίσω τα μάτια μου στη σημαία μας
Μια και το ξέρω : στην απόλυτη στιγμή μου
μες απ’ το στόμιο του θανάτου οι συναγωνιστές μου
θα παραλάβουν απ’ τα χέρια μου φλεγόμενη
τη σημαία του ανένδοτου αγώνα, φλεγόμενη σαν πύρινο άλογο ικανό να διασχίσει το άπειρο και το θάνατο σαν άσβηστη δάδα μέσα σ’ όλες τις νύχτες των σκλάβων,
φλεγόμενη η σημαία μας σα μέγα αστραφτερό δισκοπότηρο για την Άγια Μετάληψη του Κόσμου.
Μπορώ να επαναλάβω :

” Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου και το αίμα μου – το σώμα και το αίμα του Γρηγόρη Αυξεντίου
ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ’ το χωριό Λύση,
οδηγού ταξί το επάγγελμα,
πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα μόνο γράμματα όσα να φτιάχνουν τη λέξη
” Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α

Νομίζω λίγα περιθώρια αμφιβολίας υπάρχουν ότι οι ανατριχιαστικοί αυτοί στίχοι του Ρίτσου, τους οποίους μελοποίησε έξοχα ο Μάριος Τόκας, παραπέμπουν σε μια από τις διασημότερες σκηνές του “Καπετάν Μιχάλη” (στον πρόλογο του οποίου, υπενθυμίζω, ο Καζαντζάκης χαιρέτισε τον αγώνα των Κυπρίων για την Ένωση, τον αγώνα, δηλαδή, του Αυξεντίου κι ας μην τον κατονομάζει προσωπικά). Αναφέρομαι βεβαίως στη στιγμή του θανάτου του γερο-Καπετάν Σήφακα, πατέρα του Καπετάν Μιχάλη, που έμαθε κι αυτός τόσα μόνο γράμματα, όσο να γράψει λίγο πριν κρύψει τα μάτια του ένα λόγο στερνό να τον θυμούνται, μιαν ιερή παρακαταθήκη, έναν ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟ: “ΕΛΕΥΤΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ!”

Αντιγράφω ολόκληρη τη σκηνή, γιατί αξίζει τον κόπο (σσ. 432 κ.ε.):

— Τι να γίνουνται εκεί πάνω οι χριστιανοί;

Είχαν ανεβεί οι γυναίκες στα δώματα να ξεχιονίσουν, να μη σπάσουν τα δοκάρια από το βάρος, κι αγνάντευαν πέρα το βουνό κι αναστέναζαν: τι να γίνουνται εκεί πάνω, Θε μου, οι χριστιανοί; Κι η κυρά-Κατερίνα είχε στυλωμένα τα μάτια της κι αυτή στο καταχιόνιστο βουνό και συλλογίζουνταν το φοβερόν άντρα…

Ήλιος σήμερα λαμπερός, ο ουρανός καταγάλανος, κρούσταλλο ο αγέρας. Δυο τρία σπουργίτια κατέβηκαν στη χιονισμένην αυλή του παππού και σκάλιζαν και τσιμπολογούσαν το χιόνι· το Θρασάκι είχε προβάλει έξω μ᾽ ένα κομμάτι ψωμί, γέμισε η αυλή σπουργίτια λιμασμένα.

— Παππού, παππού, φώναξε το Θρασάκι και του᾽ δειχνε τα σπουργίτια.

Μα αυτός είχε μαζευτεί στη γωνιά, ομπρός από το αναμμένο τζάκι και κοίταζε ακίνητος, αμίλητος, τις φλόγες που άγλειφαν κι έτρωγαν κι έκαναν στάχτη τα ξύλα. Μέρες τώρα δε μιλούσε, όλο και χλώμιαζε και βούλιαζε σε σκοτεινούς λογισμούς, κάποια τον είχε κυριέψει έννοια μεγάλη.

Έθρυψε το Θρασάκι όλο το ψωμί στα σπουργίτια, μπήκε μέσα.

Την ώρα εκείνη ο παππούς σηκώνουνταν· είχε παραγγείλει και του᾽ φεραν από το Καστέλι έναν τενεκέ κόκκινη μπογιά και μια βούρτσα· στράφηκε, έγνεψε στο Θρασάκι.

— Πάρε την μπογιά, Θρασάκι μου, και πάμε. Να τη, στη γωνιά· και δώσ᾽ μου εμένα τη βούρτσα.

— Πού θα πάμε, παππού;

— Τώρα θα δεις· μόνο γρήγορα, τώρα που δε χιονίζει.

Πρόβαλαν στην ξώπορτα· παππούς κι εγγονός στάθηκαν και κοίταξαν κάτω το χωριό, ασάλευτο, βουβό, κουκουλωμένο στα χιόνια… Τι μάγια είναι ετούτα, τι ασπρίλα τα σπίτια, οι πέτρες, οι δρόμοι, πόσον όλα είχαν ομορφύνει, τα ξύλα, τα κουρέλια, τα χαλάσματα, σκεπασμένα από το αφράτο, ανέγγιχτο χιόνι! Το Θρασάκι δεν αποχόρταινε να βλέπει πώς μεταμορφώθηκε το χωριό σε μια νύχτα.

Έβγαλε από το ζωνάρι του το μεγάλο χρωματιστό μαντίλι του ο παππούς κι άρχισε να καθαρίζει την πόρτα από το χιόνι.

— Έμπα μέσα, Θρασάκι, είπε, πάρε ένα πανί, καθάριζε και συ.

Άστραψε κατακάθαρο το ξύλο· έσκυψε ο παππούς, ξεκαπάκωσε τον τενεκέ, βούτηξε τη βούρτσα.

— Στ᾽ όνομα του Θεού! μουρμούρισε.

— Τι θα κάμεις, παππού;

— Τώρα θα θεις!

Σήκωσε τη βούρτσα κι άρχισε αργά, προσεκτικά, να γράφει με την κόκκινη μπογιά, στην πόρτα το πρώτο γράμμα: Ε, ύστερα Λ, ύστερα Ε πάλι…

— Α! φώναξε το Θρασάκι, κατάλαβα!

Ο παππούς χαμογέλασε!

— Κατάλαβες τώρα γιατί μ᾽ έπιασε η λόξα να μάθω γράμματα; έκαμε. Είχα το σκοπό μου· θα γεμίσω το χωριό, δεν θ᾽ αφήσω τοίχο, θ᾽ ανέβω και στο καμπαναριό, θα πάω και στο τζαμί και θα γράψω: Ελευτερία ή Θάνατος, πρι να πεθάνω.

Μιλούσε κι έγραφε με χοντρές πινελιές τα μαγικά λόγια. Και κάθε τόσο έγερνε πίσω το κεφάλι, καμάρωνε τα γραφτά του. Δεν μπορούσε ακόμα να το χωρέσει ο νους του, τι μυστήριο είναι ετούτο, να σημαδεύεις μερικές γιώτες και κουλούρες, κι από αυτές να βγαίνει μια φωνή, σαν να᾽ ταν στόματα ανθρώπου, χείλια και λαρύγγια και σπάχνα και φώναζαν.

[…]

Είχε πάρει πια το χέρι του το κολάι της γραφής, πετούσε. Έφτασε στην πλατεία του χωριού· εκεί᾽ ταν το σκολειό, η εκκλησιά, το τζαμί· πιο πέρα ο καφενές. Βούτηξε τη βούρτσα στην μπογιά, άρχισε από την πόρτα του σκολειού: Ελευτερία ή Θάνατος! Δυο γέροι πρόβαλαν από τον καφενέ:

— Ε, ε καπετάν Σήφακα, πότε τα᾽ μαθες τα γράμματα; τι γράφεις; τι έπαθες;

— Αποχαιρετώ, αποκρίθηκε ο παππούς, χωρίς να στραφεί, σας αφήνω ένα λόγο, το στερνό, να με θυμάστε.

— Τι λόγο;

— Ελευτερία ή Θάνατος! φώναξε το Θρασάκι.