Ειδήσεις

Στο απυρόβλητο οι κατέχοντες εξουσία

Ιστορική αγόρευση του δικηγόρου Μιχάλη Παρασκευά
«Στην Κύπρο, κανένας δεν λογοδοτεί, δηλαδή διαστρεβλώνεται παντελώς η έννοια και η ουσία του άρθρου 9 του Συντάγματος...»

Με μια ιστορική αγόρευση, για την αντισυνταγματικότητα του νόμου περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αλλά και για την αυθαιρεσία των κατεχόντων εξουσία στην Κυπριακή Δημοκρατία και με αναφορές στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, στον Προμηθέα του Αισχύλου, στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, στον Σωκράτη και στον Αριστοτέλη, σφραγίστηκε χθες στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ενώπιον της δικαστού Δώνας Κωνσταντίνου, η συνέχεια της δίκης του «ανυπάκουου» δικηγόρου και πολιτικού ακτιβιστή Μιχάλη Παρασκευά. Όπως είναι γνωστό, κατηγορείται ότι, ως αυτοτελώς εργαζόμενος, δεν πλήρωσε τις εισφορές του στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΤΚΑ) και είχε εξηγήσει στην εναρκτήρια αγόρευσή του, στις 5 Μαΐου 2015, ότι δεν καταβάλλει τις εισφορές του, ως μια μορφή πολιτικής ανυπακοής.
«Δεν μπορεί να καθίσταται υποχρέωση, το συνταγματικό δικαίωμα του άρθρου 9 του Συντάγματος, που έχουμε όλοι οι πολίτες της Κύπρου, για αξιοπρεπή διαβίωση», είπε, μεταξύ άλλων, ο κ. Παρασκευάς, απευθυνόμενος προς τη δικαστή. Και συνέχισε: «Αυτήν τη στιγμή, έχουμε μιαν αντιστροφή και μια πλήρη διαστρέβλωση των εννοιών και του νομικού περιεχομένου αυτής της τεράστιας κοινωνικής κατάκτησης. Το άρθρο 9, ξεκάθαρα δίνει δικαίωμα κοινωνικής ασφάλειας... και τι έχουμε, εντιμοτάτη;


Έχουμε αποκλειστικά και μόνο την εφαρμογή της υποχρέωσης καταβολής εισφορών. Είναι η θέση μου ότι εκεί όπου ο νόμος εξαναγκάζει τους πολίτες, εφαρμόζεται. Εκεί όπου ο νόμος -όπου εδράζεται στο άρθρο 9 του Συντάγματος- εξαναγκάζει φορείς, όπως ο Γενικός Ελεγκτής και ο Υπουργός Οικονομικών, δεν εφαρμόζεται. Σε κανέναν δεν λογοδοτούν, σε αυτό το κράτος. Δηλαδή διαστρεβλώνεται παντελώς η έννοια και η ουσία του άρθρου 9 του Συντάγματος. Πάντα, αυτοί που κατέχουν την εξουσία, μένουν στο απυρόβλητο και κανένας δεν λογοδοτεί. Απλώς θέλω να επισημάνω ότι το δικαίωμα έχει καταστεί υποχρέωση...».
Όταν το πράγμα μιλά αφ’ εαυτού
Αναλύοντας τη θέση του ο Μιχάλης Παρασκευάς, επικαλέστηκε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία, «το Κυπριακό Σύνταγμα κάνει διάκριση μεταξύ της πολιτικής εξουσίας και της διοικητικής λειτουργίας και απαγορεύει την ανάμειξη της πολιτικής εξουσίας, στη διοικητική λειτουργία του κράτους». Είπε και τα ακόλουθα: «Ο έλεγχος του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος καθορίζει την επενδυτική πολιτική αυτού του πολύ σημαντικού Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, είναι καταδήλως αντισυνταγματικός και θεωρώ ότι το πράγμα μιλά αφ’ εαυτού. Αντισυνταγματικό είναι και το άρθρο 73, παράγραφος 6 του νόμου περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων, καθότι δεν μπορεί να τίθενται άλλα πλαίσια λειτουργίας του Ταμείου, παρά μόνο αυτά του άρθρου 9 και, ως εκ τούτου, η απαίτηση να λαμβάνεται υπ' όψιν τάχα η δημοσιονομική πολιτική χώρας, καταδήλως ευρίσκεται έξω από τα όρια του άρθρου 9 του Συντάγματος, που αποκλειστικό στόχο έχει την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών και μόνο».


Ο κ. Παρασκευάς υπενθύμισε ότι έχει καταχωρίσει στο δικαστήριο «μιαν αναλυτική και εμπεριστατωμένη εργασία που έχω διεξάγει, με τίτλο "Η κατάχρηση του αποθεματικού του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων από το κράτος", μέσα από την οποία, θεωρώ ότι αποδεικνύω και την, κατά παράβαση του άρθρου 9 του Συντάγματος, διαχείριση του Ταμείου, για σκοπούς άλλους από αυτούς, που είναι αποκλειστικά και μόνο η αξιοπρεπής διαβίωση των πολιτών της Κύπρου και τίποτα άλλο».
Ένας παράξενος και ξένος όρος...
Ο κατηγορούμενος δικηγόρος ανέφερε, ακόμα, τα ακόλουθα: «Ως αυτοεργοδοτούμενος δικηγόρος από 1/1/2005, ουδέποτε παρέλειψα να καταβάλω τις εισφορές μου στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, καθότι θεωρούσα καθήκον και υποχρέωσή μου να στηρίζω αυτήν την κορυφαία κοινωνική κατάκτηση, που θεμελιώθηκε μετά από αγώνες και επιβλήθηκε ως συνταγματική διάταξη, κατοχυρώνοντας το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης μέσω του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.


Αυτό το γεγονός άλλαξε, όταν τον Νοέμβριο του 2012 περιήλθε στην αντίληψή μου σειρά δημοσιευμάτων στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, όπου γινόταν αναφορά σε διαγραφή της κρατικής οφειλής προς το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ύψους 7,2 δις ευρώ, τα οποία ουδέποτε διαψεύσθηκαν έκτοτε από τους αρμόδιους φορείς, αλλά μάλλον το αντίθετο γινόταν. Μετά και από αυτό το γεγονός, αποφάσισα ότι θα ασκήσω πολιτική ανυπακοή.


Προφανώς και αυτός ο όρος θα ηχεί παράξενος και ξένος, από τον σύγχρονο νομικό, ιδίως της Κύπρου, αλλά αυτός ο όρος, όχι μόνο δεν είναι θεωρητικός και αίολος, αλλά αντίθετα, είναι η βάση και το θεμέλιο της κοινωνίας μας, η οποία θέλει τάχα, όπως λέει, να αυτοπροσδιορίζεται ως “δημοκρατική”».
Προμηθέας και Σωκράτης, οι ανυπάκουοι
Σύμφωνα με την αγόρευση του Μιχάλη Παρασκευά, «η πολιτική ανυπακοή είναι καθιερωμένος, ήδη, τεχνικός όρος και αναφέρεται σ' εκείνες τις μορφές εναντίωσης στις επιταγές της έννομης τάξης του κράτους δικαίου, οι οποίες κινούνται ανάμεσα στην παθητική αντίσταση και στη δυναμική προσφυγή σε πράξεις βίας, δίχως όμως την άγρια μετεξέλιξή τους σε στασιαστικό κίνημα. Πότε η πολιτική ανυπακοή θα πρέπει να γίνεται σεβαστή ως δικαίωμα, εγγυημένο με αφηρημένους κανόνες ουσιαστικού δικαίου και με αντίστοιχη δικαστική προστασία στο πλαίσιο δίκαιης δίκης; Από ποιο σημείο και μετά, η πολιτική ανυπακοή είναι θεμιτό να αντιμετωπίζεται ως ποινικό αδίκημα; Ακόμη όμως και στη δεύτερη τούτη περίπτωση, πότε, παρά τις ποινές που επισύρει η στάση, είναι ηθικά δικαιωμένη;


Αυτά τα ερωτήματα απασχολούν τον στοχασμό, σ' όλη την ιστορική διαδρομή του. Ο Προμηθέας, όπως μας τον παρουσιάζει ο Αισχύλος, δηλαδή να σύρεται δεσμώτης από το Κράτος και τη Βία, στον βράχο του μαρτυρίου του, είναι ίσως η πρώτη ιδεολογική εναντίωση στην άδικη και σκληρή εξουσία. Στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, κορυφώνεται το δράμα του ευαίσθητου ανθρώπου, που δεν ανέχεται την ταπείνωση, την οποία υφίσταται από την αλαζονική και υβριστική εξουσία, έτσι ώστε να αποδέχεται ακόμη και του θανάτου τη διέξοδο.


Ο φιλοσοφικός στοχασμός, εκδηλώθηκε δίβουλος. Ο Σωκράτης είναι χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της αμφιγνωμίας. Και τούτο, γιατί, παρά τη βαθιά νομιμοφροσύνη που τον διέκρινε, δεν δίστασε δυο φορές να εκδηλώσει απροκάλυπτη πολιτική ανυπακοή: Tην πρώτη φορά, όταν έτυχε να ασκεί τα καθήκοντα του Επιστάτη του Δήμου (κάτι ανάμεσα στον Πρόεδρο της Βουλής και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με τα σημερινά μέτρα) και η Εκκλησία του Δήμου ήθελε να αποφασίσει την άμεση εισαγωγή σε δίκη και καταδίκη σε θάνατο, των στρατηγών, που είχαν νικήσει στη ναυμαχία των Αργινουσών, αλλά δεν είχαν περισυλλέξει τους Αθηναίους νεκρούς.


Ενώ λοιπόν οι δημαγωγοί είχαν ξεσηκώσει τον λαό, “οι δε πρυτάνεις φοβηθέντες ωμολόγουν πάντες προθήσειν (...)· ούτος δ' ουκ έφη, αλλ' ή κατα νόμον πάντα ποιήσειν. Και οργιζομένου μεν αυτώ του δήμου, πολλών δε δυνατών απειλούντων· αλλά περι πλείονος εποιήσατο ευορκείν ή χαρίσασθαι τω δήμω παρά το δίκαιον”. Τη δεύτερη φορά, μετά την κατάλυση της Δημοκρατίας, οι τριάκοντα τύραννοι είχαν διατάξει τον Σωκράτη να μεταβεί μαζί με άλλον εκπρόσωπο της Αθηναϊκής Πολιτείας στην Αίγινα και ν' αξιώσει την έκδοση των δημοκρατικών Αθηναίων που είχαν αυτοεξοριστεί εκεί. Κι εκείνος, δίχως να απαντήσει στη διαταγή των τριάκοντα τυράννων, πήγε σπίτι του και αδιαφόρησε. Έτσι διδάσκει - και αποδεικνύει την αξιοπιστία των λόγων του, με την προσωπική του πορεία προς τον θάνατο.


Προς καλύτερη κατανόηση του θέματός μας, κρίνω απαραίτητο να αναφερθούμε στη διδασκαλία του Αριστοτέλη, για τους λόγους που οδηγούν τους ανθρώπους στη σύσταση της πολιτικής κοινωνίας, εν προκειμένω της πόλεως - κράτους. Την άποψή μου ενισχύει η παρακάτω παρατήρηση: σε κανένα σημείο των ηθικών και πολιτικών του συγγραμμάτων, ο Αριστοτέλης δεν κατακρίνει εκείνους που καταλύουν τυραννίδες και επαναφέρουν ορθά πολιτεύματα, για χάρη του λαού».
«Παρόλο που η φιλοσοφία είναι... αρεστή»
Όλγα Σοφοκλέους, δικηγόρος Κατηγορούσας Αρχής: «Είναι πολύ δελεαστικό να φιλοσοφώ, αλλά εγώ θα επικεντρωθώ στα νομικά ζητήματα, παρόλο που η φιλοσοφία είναι πιο... αρεστή...». Η κυρία Σοφοκλέους ανέφερε ότι «ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων διέπεται από κάποιες αρχές» και επικαλέστηκε προς τούτο, υπόθεση του 2002, όπου αναφέρεται ότι «οι αρχές αυτές έχουν τεθεί ως εξής: Πρώτον, κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός, εφόσον αποφασιστεί το αντίθετο, πέρα από κάθε λογική αμφιβολία. Καμιά νομοθεσία δεν κηρύσσεται άκυρη, εκτός αν είναι αντισυνταγματική, πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.
Δεύτερον, τα δικαστήρια ασχολούνται μόνο με τη συνταγματικότητα των νόμων και όχι με τα κίνητρα, την πολιτική, ή τη σοφία τους, ή τη συμφωνία τους, με τους κανόνες της ηθικής δικαιοσύνης, ή τις θεμελιώδεις αρχές της διακυβέρνησης, ή το πνεύμα του Συντάγματος. Τρίτον, αν είναι δυνατόν, τα δικαστήρια θα ερμηνεύσουν τον νόμο, έτσι ώστε να τον εντάξουν μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος και όχι εκτός. Και τέταρτον, η δικαστική εξουσία δεν επεκτείνεται στην εξέταση αφηρημένων ζητημάτων. Με άλλα λόγια, τα δικαστήρια δεν αποφασίζουν επί ζητημάτων συνταγματικής φύσεως, εκτός αν αυτό είναι απαραίτητο, για την επίλυση, της ενώπιον του δικαστηρίου, διαφοράς. Η θέση μας είναι ότι τα όσα έχουν ακουστεί, δεν είναι ουσιώδη ως προς την επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς».
Στη δική της τοποθέτηση η δικαστής Δώνα Κωνσταντίνου ανέφερε ότι «το ζήτημα της συνταγματικότητας του νόμου εξετάζεται στο τέλος της διαδικασίας και εφόσον η απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία, για την επίλυση του ζητήματος. Θεωρώ ότι η εξέταση του ζητήματος αντισυνταγματικότητας σε αυτό το στάδιο, τουλάχιστον, είναι πρόωρη». Σημείωσε ακόμα ότι «ο κατηγορούμενος έχει εγείρει ζήτημα δίκαιης δίκης, το οποίο είναι δικαίωμά του, κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα, που εξετάζεται στο τέλος της διαδικασίας».
Η δικαστής όρισε τις τελικές αγορεύσεις των δύο πλευρών, στις 8 Ιουλίου 2015, στις 12 το μεσημέρι.