Tags

, , , , , , , , , , , , , ,


[Δείτε εδώ το υπόμνημά μας στο ποίημα “Μαρέα” και εδώ το υπόμνημα στο ποίημα “Καραντί“]

Το ποίημα ανήκει στη συλλογή “Μαραμπού”, δεν κυκλοφόρησε όμως στην αρχική έκδοση του 1933, αλλά προστέθηκε στη δεύτερη (1947), μαζί με τα ποιήματα  «Coaliers» και «Μαύρη λίστα».

Στη “Βάρδια”, “Καφάρ” είναι το όνομα ενός σαπιοκάραβου, που περιγράφεται με τα μελανότερα χρώματα ως φόντο σειράς ιστοριών με πεινασμένα ποντίκια, αδίστακτα καθάρματα και μελαγχολικές πόρνες (σ. 131-37). «Καφάρ», άλλωστε, από το γαλλικό cafard, είναι επίσης η θλίψη, η μελαγχολία, μια κατάσταση πλήρους απάθειας και κατατονίας, μια κατάσταση ζωντανού θανάτου. Η επιλογή του γαλλικού όρου – γραμμένου με ελληνικούς χαρακτήρες – είναι βεβαίως ειρωνική: ο εξωτισμός της λέξης ορίζει ακριβώς την αιτία της θλίψης, την έλλειψη του εξωτισμού από τη ζωή του ποιητή, o οποίος έχει «των αναχωρήσεων τη μανία», αλλά είναι φυλακισμένος «στην ίδια πολιτεία παντοτινά».

Το ποίημα κινείται στο κλίμα του γνωστότερου «Mal du Départ», επίσης από το “Μαραμπού”. Ο Καββαδίας ξαναπιάνει εδώ το πνεύμα του παλαιότερου ποιήματος, πνεύμα βεβαίως που διαχέεται ευρέως στην ποίησή του. Το mal du départ είναι η αδημονία, η κλειστοφοβία, η ασφυξία που κατακλύζει τους ναυτικούς στη στεριά· είναι όμως, από την ανάποδη, και η αφόρητη νοσταλγία της επιστροφής, της αγκύρωσης, που τους κατατρύχει όταν βρίσκονται στη θάλασσα. Πρόκειται δηλαδή για τη θεμελιώδη αντίφαση και αμφισημία του ναυτικού.

Το mal du départ ενέπνευσε ποιήματα, φιλοσοφήματα, μελοποιήσεις αλλά και μεταπλάσεις στην τέχνη του κόμικ και του κινηματογράφου. Δείτε εδώ πληροφορίες για την πρόσφατη ταινία του Μανώλη Φραγγίδη “Mal du départ” (2009), που στηρίχθηκε σε ομότιτλο κόμικ του ιδίου, εμπνευσμένου από τον Καββαδία, τους Doors (το τραγούδι Spanish Caravan, που εκφράζει τον ίδιο πόθο για φυγή: το επείγον και το απελπισμένο της έκκλησης [“take me caravan, take me away”] σχεδόν υπαινίσσεται κι εδώ τη ματαίωση) αλλά και από τον Καρυωτάκη. 

Αναμφισβήτητα το “Καφάρ” είναι ένα από τα πιο “καρυωτακικά” ποιήματα του Καββαδία. Θα ήταν έτσι, ακόμη και χωρίς την εξόφθαλμη αναφορά στην αυτοκτονία στην τελευταία στροφή. Με το “Καφάρ” ο Καββαδίας συλλαμβάνει απόλυτα το καρυωτακικό (και κατ’ επέκταση το μπωντλερικό) spleen (επίσης αηδία, μπούχτισμα, ennuitaedium vitae). 

Ο όρος spleen προέρχεται από την παλαιά φιλοσοφική-ιατρική θεωρία των χυμών: η μέλαινα χολή, η οποία αν εκχυθεί στο σώμα υπέρμετρα προκαλεί ακριβώς «μελαγχολία», πιστευόταν ότι εκκρίνεται από την άρρωστη σπλήνα. Η μελαγχολική κατάσταση στην αρχαία θεωρία συνδέεται χρονικά με το φθινόπωρο, δηλαδή μια εποχή between and betwixt, όπως ακριβώς μετέωρος between and betwixt είναι ο στεριωμένος ναυτικός. 

Ο Baudelaire έγραψε διάφορα ποιήματα με τίτλο «Spleen». Ένα από αυτά το μετέφρασε στα ελληνικά, μεταξύ άλλων, και ο Καρυωτάκης. Μπορείτε να διαβάσετε τα ποιήματα εδώ. Μια μελοποίηση του καββαδιακού “Καφάρ” μπορείτε να ακούσετε εδώ

ΥΠΟΜΝΗΜΑ:

2. και να’ χεις των αναχωρήσεων τη μανία: το mal du départ. Αυτή η νοσηρή κατάσταση («μανία», mal) δεν επιτρέπει στον ναυτικό, κυριολεκτικά και μεταφορικά, να στεριώσει, ακόμη κι αν βρίσκεται στη στεριά – ή ειδικά τότε. Ο ναυτικός βρίσκεται σε διηνεκή κατάσταση αναχώρησης. Ο Καββαδίας παρουσιάζει τη ναυτοσύνη ως φυσική κατάσταση, ως είδος σωματικής και ψυχικής ιδιοσυστασίας. ‘Ναυτικός’ δεν είναι κάτι που επαγγέλλεσαι, είναι κάτι που είσαι. 

3-4. μα φεύγοντας απ’ το γραφείο τα βραδινά / να κάνεις οφθαλμοπορνεία στα καφενεία: πρβλ. από το «Mal du Départ»:

Για το Μαδράς, τη Σιγγαπούρ, τ’ Αλγέρι και το Σφαξ θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία, κι εγώ, σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς, θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Αντί για την αναχώρηση, ο «ιδανικός εραστής» των «μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων», αλλά και ο θαυμαστής του εξωτικού γυναικείου κορμιού, υποβιβάζεται στο ρόλο του αργόσχολου στεριανού. Ο ηδονιστής ξεπέφτει σε ηδονοβλεψία και η ηδονή εξευτελίζεται σε οφθαλολαγνεία.

Πρβλ. επίσης τους στίχους του Κώστα Τριπολίτη στο «καββαδιακό» τραγούδι του Μικρούτσικου «Προσπέκτους»:

Φαντάζομαι τις έγχρωμες γυαλιστερές γυναίκες / στον τελευταίο τους χορό μ’ ένα στο χέρι κέρμα / Να με κοιτάζουν σαν τζουκ μποξ να με περιγελάνε /κι όλο να μου επιστρέφουνε το ματαιωμένο σπέρμα. 

Το πνεύμα του Mal du Départ συνέλαβε και ο Νίκος Δήμου στο ομότιτλο κείμενό του, με το οποίο ξαναπιάνει ένα άλλο, παλαιότερο, που έφερε τον χαρακτηριστικό τίτλο “Φεύγοντας Ακίνητος” (“Οι Δρόμοι μου”) – γιατί, ακριβώς, η μανία των αναχωρήσεων είναι κάτι που συνεχώς (αυτο)ματαιώνεται, κάτι που δεν εκπληρώνεται ποτέ.

Στην πρώτη στροφή το ποίημα εξελίσσεται κατά προσδοκίαν και με τρόπο που δεν αντιφάσκει με το παλαιότερο ποίημα του Καββαδία: ο ποιητής ποθεί το ταξίδι, αλλά κάτι τον εμποδίζει να το πραγματοποιήσει, κάποιος απροσδιόριστος παράγοντας τον καθηλώνει στη στεριά: η σύμβαση (“ήταν μια λόξα νεανική”, είχε υποθέσει η μητέρα του ποιητικού Εγώ στο “Mal du Départ”), η αδυναμία, η δειλία; Στη συνέχεια τα πράγματα θα πάρουν απροσδόκητη τροπή.

6. μα ο κόσμος έγινε σαν αδειανή φυλλάδα: δεν περικλείει πια τίποτα, δεν προκαλεί κανένα ενδιαφέρον, είναι κενός περιεχομένου. To «εγγύς» (Ελλάδα) και το «πέραν» (Fernado Po) έχουν ταυτιστεί.

8. FernandoPo:το νησί Μπιόκο στον κόλπο της Μπιάφρας στη Γουινέα της Αφρικής. Όπως συχνά στον Καββαδία, έτσι και σε αυτό το ποίημα πληθαίνουν τα εξωτικά τοπωνύμια, τα οποία ενίοτε γράφονται και με λατινικούς χαρακτήρες. Τα τοπωνύμια αυτά, στο ήθος και τον συνδυασμό τους, συνθέτουν στο ποίημα με λεκτικά μέσα ένα είδος νοητής υδρογείου. Όσο ευρείς είναι οι διανοητικοί ορίζοντες που ανοίγουν οι λέξεις, άλλο τόσο στενός και ασφυκτικός είναι ο περιορισμένος κόσμος του ποιητικού Εγώ.

10. ποστάλια: επιβατηγά πλοία, που εκτελούν τακτική συγκοινωνία για επιβάτες, εμπορεύματα και ταχυδρομείο.

11. Ραγκούν: ή Yangon, πρώην πρωτεύουσα της Βιρμανίας, σημερινής Μιανμάρ, στη νοτιοανατολική Ασία.

12. το να φορτώνεις μήνες ρύζια… αρτίστες: Τελικά, η ματαίωση του ταξιδιού δεν οφείλεται σε αντικειμενική αδυναμία, όπως στο «Mal du depart», αλλά σε ψυχικό κορεσμό. Ο ναυτικός του Καββαδία έχει εξοκείλει, όχι διότι δεν μπορεί να ταξιδέψει, αλλά γιατί δεν βλέπει πια τον λόγο. Το ταξίδι δεν έχει πια τίποτε να προσφέρει· όλες οι εμπειρίες έχουν βιωθεί· η ηλεκτρική εκκένωση του εξωτισμού, η έξαψη του καινούριου, ο οργασμός της φυγής έχει εκτονωθεί. Τα πάντα έχουν εξευτελιστεί (ο καλλιτέχνης υποβιβάζεται σε φορτοεκφορτωτή ρυζιών), έχουν γίνει κοινά και τετριμμένα («πλήττεις), έχουν εμπορευματοποιηθεί («τουρίστες»). Η συνέπεια: μια αργή αλλά σταθερή πορεία προς την εσωτερική σήψη, που δεν μπορεί να διορθωθεί ούτε καν με ψυχοτρόπους ουσίες, ούτε καν με την αυτοκτονία.

Ακολουθεί σειρά ‘τεκμηρίων’, που επιβεβαιώνουν το «καφάρ» του ποιητικού Εγώ. Όλα βρίσκονται πια στο «ήδη»: όλα τα έχει ήδη δει, όλα τα έχει ήδη κάνει· κι ό,τι απομένει, ούτως ή άλλως, έχει αλλοιωθεί υπεράνω αποκατάστασης (οι πάγοι έχουν σκεπαστεί από σκουπίδια, χιλιάδες κουτιά ισπανικής σαρδέλας, τα οποία πέταξαν προφανώς οι ορδές των ναυτικών που πέρασαν ξανά και ξανά και ξανά από το σημείο εκείνο).

14. Βόρειο Σέλας: φαντασμαγορικά φωτεινό φυσικό φαινόμενο, ορατό μόνο στον Βόρειο Πόλο, ένα από τα ωραιότερα θεάματα που προσφέρει η φύση. Κι όμως, ακόμη κι αυτό, «το θαυμάσαμε πολλές φορές».

17. Λοτί: Pierre Loti (1850-1923), Γάλλος μυθιστοριογράφος και συγγραφέας ταξιδιωτικών βιβλίων με εξωτικά θέματα. Οι εμπειρίες του στην Ταϊτή ως αξιωματικού του γαλλικού ναυτικού αποκρυσταλλώθηκαν στο μυθιστόρημα LeRarahuή MariagedeLoti(1880), το οποίο του χάρισε φήμη.

18. Μαρκίζες: νησιά στον Ινδικό ωκεανό (Marquesas).

20. Coty: François Coty (1874-1934), Γάλλος αρωματοποιός, ιδρυτής οίκου αρωμάτων. Η ομοιοκαταληξία συνδέει το αγνό «τότε» (Λοτί: εξωτικές εμπειρίες, που μετουσιώνονταν σε υψηλή τέχνη) με το ξεφτιλισμένο «τώρα» (Coty: φτηνός καταναλωτισμός, ισοπεδωτική εισβολή της δυτικής κουλτούρας στα πέρατα της οικουμένης, σε βαθμό που δεν έμεινε πια τίποτα να εξερευνήσεις, τίποτα να σε κάνει να συγκινηθείς — και να δημιουργήσεις). Οι λατινικοί χαρακτήρες του Coty εμφαίνουν την αποξένωση του ποιητικού Εγώ από την τωρινή κατάσταση.

21-24. Οι Γιαπωνέζες…φιλί:συνεχίζεται το ίδιο μοτίβο. Ακόμα και οι κάποτε «γυαλιστερές γυναίκες» της Άπω Ανατολής, της Νότιας Αμερικής, της Αφρικής, έχουν υποβιβαστεί σε μια εκμηδενιστική ομοιογένεια.

25-26. Η αυτοκτονία, προνόμιο πια στα θηλυκά /κάποτε κάναμε κι εμείς αυτή τη σκέψη: Η αδυναμία του ποιητή ακόμη και να αυτοκαταστραφεί επιστεγάζει την αδυναμία του να ταξιδέψει. Το αδύνατο, εν τέλει το ατελέσφορο και το μάταιο ακόμη και της αυτοκτονίας είναι πρωτότυπη τροπή της καρυωτακικής θεματολογίας.  Η αυτοκτονία θα ήταν το μη χείρον, αλλά ακόμη κι αυτή είναι άπιαστη, είναι προνόμιο των θηλυκών (στα θηλυκά διατηρεί προφανώς τον ρομαντισμό της). Στο “Καφάρ”, μετέωρος ο ποιητής βιώνει μια κόλαση. Στο “Mal du Départ” τουλάχιστον είχε οραματιστεί, σχεδόν είχε φαντασιωθεί, την αυτοκτονία ως διέξοδο ή τουλάχιστον ως εκδίκηση του προδομένου εαυτού, που εμποδίστηκε να ταξιδέψει από τον κονφορμισμό του ποιητικού Εγώ – έστω κι αν πάλι ο θάνατος δεν είναι λύση, διότι και εκεί η ηρωική έξοδος, η ποιητικότητα, της αυτοκτονίας ξεφτιλίζεται από το κοινό ξόδι (την κηδεία). Στο “Καφάρ” τα πάντα είναι αδιέξοδο, τα πάντα είναι θλίψη.