Δράμα: πόλη που αιμορραγεί, πόλη που δεν φοβάται

Δράμα: πόλη που αιμορραγεί, πόλη που δεν φοβάται

3' 11" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​​Εχει πάντοτε μια μικρή μελαγχολία η επιστροφή –έστω και για λίγες ημέρες– στον τόπο όπου γεννήθηκες και μεγάλωσες. Οσο περνούν τα χρόνια, συνειδητοποιείς ότι η πόλη όπου άρχισες να καταλαβαίνεις τον κόσμο αλλάζει, εδώ και χρόνια, χωρίς εσένα – όπως συμβαίνει, εξάλλου, με (σχεδόν) όλα τα πράγματα. Οι φίλοι που επέστρεψαν και άλλοι που δεν έφυγαν ποτέ, οι γονείς που μένουν σταθερά εκεί (και σε κάθε «εδώ» σου), η οικογένεια, το σόι, που μεγαλώνει, όλα φαίνονται, με το πέρασμα του χρόνου, αλλιώτικα.

Αυτό, κατά το μάλλον ή ήττον, συμβαίνει όταν επισκέπτομαι τη Δράμα. Υστερα από 15 γεμάτα χρόνια «εκτός», κάθε επιστροφή μου, όσο κι αν κρατήσει, δημιουργεί μία επιπλέον απόσταση, η οποία, αντί να καλύπτεται, όλο και μακραίνει. Φυσικά και υπάρχουν πάντοτε οι σταθερές: τα πρόσωπα που σου γεννούν την ίδια οικειότητα, την ίδια απροϋπόθετη αγάπη. Η πόλη όμως; Τι συμβαίνει με την πόλη, που ένας κάπως «ξένος» πια δεν το καταλαβαίνει;

Η Δράμα αποπνέει, τις περισσότερες φορές, το αίσθημα της στασιμότητας· ότι τίποτα, εδώ και χρόνια, δεν εξελίσσεται, δεν προοδεύει. Σαν μαγκωμένη στο ίδιο σκαλοπάτι, φοβάται ν’ ανεβεί, να προχωρήσει, να προσανατολιστεί στον «νέο» κόσμο, στις νέες ιδέες, στις νέες ανάγκες. Η Δράμα αιμορραγεί εδώ και πολλές δεκαετίες. Οι βιοτεχνίες ετοίμων ενδυμάτων, τα εργοστάσια μαρμάρου, τα «μεγάλα» έργα έχουν, από καιρό, αποχαιρετήσει την πόλη. Ανέκαθεν ήταν δεύτερη στον κατάλογο με την υψηλότερη ανεργία στην Ελλάδα. Το κοινό ανέκδοτο που κυκλοφορεί –και– στη Δράμα είναι ότι κάθε οικογένεια έχει κάποιον μετανάστη στη Γερμανία, πράγμα που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα.

Παρακολουθώ, όμως, τις γενιές που έπονται· τις βλέπω να μην αγαπούν την πόλη με τον ίδιο τρόπο που δεν την αγαπούσαμε κι εμείς: «δεν γίνεται τίποτα». Παρατηρώ τους δεκαοκτάρηδες και τους εικοσάρηδες και εντοπίζω ακόμη μία ομοιότητα: χρησιμοποιούν την πόλη, την κάνουν δική τους, βρίσκονται παντού, οικειοποιούνται κάθε χώρο ανοιχτό. Γι’ αυτά τα παιδιά, η πόλη μοιάζει να μην τους χωράει, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι εμάς, τότε· το σώμα της πόλης αποκτά έτσι πιο ισχυρούς κραδασμούς, η πληροφορία για έναν «άλλο» κόσμο, έξω από τα όρια της μικρής Δράμας, τα γεμίζει με επιπλέον αδημονία.

Ασφαλώς, η Δράμα ισορροπεί ανάμεσα στο στερεοτυπικό βορειοελλαδίτικο «χαλαρά» και σε μια κοινή αγωνία για το μέλλον. Τα κτίριά της κρύβουν (και παρουσιάζουν, πολλές φορές) μία ησυχία, την οποία ουδείς μπορεί να διαρρήξει, ενώ οι δρόμοι της κουβαλούν μια κάποια απόγνωση: την απόγνωση του κουρασμένου, του «φτάνει πια». Τα πάρκα της, από την άλλη, δημιουργούν την ψευδαίσθηση των άλλων «παραστάσεων», το πράσινό της αποπνέει γαλήνη και ηρεμία. Η Δράμα, ορισμένες φορές, δίνει την εντύπωση του περαστικού, του προσωρινού, του εφήμερου.

Κι όμως, δεν είναι έτσι. Το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους, κάθε Σεπτέμβριο, και το ετήσιο ραντεβού της χριστουγεννιάτικης Ονειρούπολης, από αρχές Δεκεμβρίου μέχρι αρχές Ιανουαρίου, είναι τα δύο ορόσημα της πόλης. Κρίμα, θα έλεγε κανείς, ένας τόπος με τόσο πράσινο, τόσα νερά, τέτοια υπέροχη περιφέρεια, να έχει μόνο δύο γεγονότα που την επανατοποθετούν τον ελληνικό χάρτη. Κρίμα, θα πω κι εγώ. Ευτυχώς, όμως, που –και στη Δράμα– την παρτίδα σώζουν οι μικρές ομάδες, κάποιοι θεσμοί και οι μεμονωμένοι πολίτες, καλλιτέχνες, λογοτέχνες. Φτάνουν αυτά, θα αναρωτιόταν κάποιος, για να δώσουν στη Δράμα την ώθηση που έχει ανάγκη; Οχι, θα ήταν η αυτόματη απάντηση. Γι’ αυτό, εξάλλου, πολλοί κάτοικοι της πόλης ταξιδεύουν στην κοντινή Θεσσαλονίκη και στη μακρινή Αθήνα – για να «ξεσκάσουν».

Υπάρχει, ωστόσο, κάτι, το οποίο δεν θα σβηστεί ποτέ, ο κόσμος να χαλάσει: αυτός ο ωραίος «πλανήτης των φίλων», που είχε ευφυώς γράψει ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος σ’ ένα τεύχος του «01» πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια. Οπως σε κάθε πόλη και γειτονιά, έτσι και στη Δράμα, οι παρέες κάνουν τα κτίρια, τα πάρκα, τους δρόμους, τη μοναξιά και την πνιγηρή ατμόσφαιρα της μικρής μας πόλης να μοιάζουν με παραμύθι. Η εξωστρέφεια των φίλων που δεν φοβούνται τίποτα· και αυτό –συμπαθάτε με– βγαίνει στον κόσμο. Πηγαίνετε μια βόλτα στη Δράμα και θα με θυμηθείτε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή