Tags

, , , ,


Snip20130821_2Στο πρώτο μέρος του αφιερώματός μας στην ποίηση του Charles Simic, εξετάζοντας δύο χαρακτηριστικά δείγματα είδαμε πώς ο ποιητής καταφέρνει να δώσει συμβολικές, σχεδόν μυθικές και οπωσδήποτε σκοτεινές διαστάσεις σε οικεία και τετριμμένα πράγματα, εν προκειμένω σε δύο συνηθισμένα, αγαπημένα φρούτα του καλοκαιριού.

Στο σημερινό κείμενο, η ποιητική ματιά του Simic στρέφεται (α) προς ένα κοινό αντικείμενο καθημερινής χρήσης (το πηρούνι), σύμβολο εκ πρώτης όψεως προόδου, που εκπροσωπεί την καθυπόταξη, τον εκπολιτισμό και δη τον εξαστισμό των πιο αγρίων μας ενστίκτων (“Fork”, δημοσιευμένο στα Selected Poems: 1963-1983, 1985)· (β) προς μια οικεία και άρα απαρατήρητη εικόνα της καθημερινότητας, την εικόνα των κρεάτων, στην πραγματικότητα των σφαγμένων χοίρων, που κρέμονται από τους γάντζους στα σφαγεία στάζοντας αίμα και παλεύοντας για τις στερνές τους αναπνοές (“Meat”, από την πρώτη συλλογή ποιητή What the Grass Says, 1967· αναδημοσιευμένο σε δύο κατοπινές συλλογές, στο Somewhere Among Us a Stone is Taking Notes, 1969, και στο Dismantling the Silence1971: διαβάστε το ποίημα εδώ, σσ. 65-6)· και τέλος (γ) προς ένα παλιό ζευγάρι παπούτσια, από εκείνα που μετά από χρόνια ευδόκιμης υπηρεσίας πετάμε στην άκρη της ντουλάπας, σε μια βρώμικη, μισοσαπισμένη, ξεχασμένη αποστράτευση (My shoes, επίσης πρωτοδημοσιευμένο στο What the Grass Says, 1967, και αναδημοσιευμένο στα Selected Early Poems1999).

Snip20130821_1Ο κρίκος που συνδέει τα τρία αυτά ποιήματα είναι και πάλι η αφόρητη διεισδυτικότητα του ποιητικού βλέμματος, που σαν υπέρυθρη ακτινοβολία αποκαλύπτει κάτω από την αδιάφορη, πεζή και άρα ασυναίσθητη επιφάνεια – πίσω από την παχιά κρούστα των αισθήσεων που απονεκρώθηκαν από τη συνήθεια – την απαίσια κρυμμένη αλήθεια.

Κάτω από το Πηρούνι, αυτό το τετριμμένο σύμβολο της μικροαστικής ευπρέπειας, ο Simic βλέπει τη βάρβαρη βία που αποτελεί το υπόβαθρο, σχεδόν την προϋπόθεση του σύγχρονου αστικού πολιτισμού. “Το υπερρεαλιστικό μάτι του Simic”, γράφει ο Matthew van Cura, “μεταμορφώνει ένα ανύποπτο αντικείμενο σε ένα grotesque πορτραίτο της ανθρωπότητας”. Η προαιώνια, ριζωμένη και αναπόσπαστη βαρβαρότητα του ανθρώπου ενδύεται τη φενάκη του πολιτισμού, αλλά το σκοτεινό, κολασμένο της καύκαλο υποφώσκει μερικά μόνο χιλιοστά κάτω από την επιφάνεια. Σε μια τολμηρή ποιητική μετάπτωση, το πηρούνι, που στο ποίημα παρομοιάζεται με πόδι πουλιού κρεμασμένο στον λαιμό ενός κανιβάλου, προσδίδει σιγά-σιγά στα μάτια του ποιητή υλική υπόσταση σε ολόκληρη την εικόνα του σύγχρονου πολιτισμένου αρπακτικού. Η σύγχρονη βία, εκλεπτυσμένη και εξανθρωπισμένη, δεν έχει  το ράμφος του όρνιου, παραμένει όμως εξίσου μεγάλη και εξίσου bald (λέξη που μεταφράζουμε ως “γυμνή”, για να αποδώσουμε τη διπλή, καυστική σημασία του “φαλακρός” και του “ωμός”).

Στο “Κρέας”, ο ποιητής “βαφτίζεται” στο συνηθισμένο, ασήμαντο θέαμα των χοίρων που αργοπεθαίνουν στον γάντζο του σφαγέα (πιο κρέας είναι φρεσκότερο από του ζώου που δεν έχει πεθάνει ακόμα;), για να ανακαλύψει τον εαυτό του (“what I am”). Πρόκειται στην πραγματικότητα για ανα-βάπτιση: όπως η ανάσα που σβήνει απαλλάσσει σιγά-σιγά το ζώο από “το βάρος της σάρκας”, έτσι και ο εμβαπτισμός στο θέαμα του ζεματισμένου και ξεντερισμένου ζώου που ψοφάει αργά και μαρτυρικά, παραδόξως, καθαρίζει τη ματιά: αποδιώχνει τη νεκρωμένη πέτσα της συνήθειας, που πνίγει τη συνείδηση και ακυρώνει τη δυνατότητα του βλέμματος να βλέπει αληθινά. Ακόμη και η μεγαλύτερη βαρβαρότητα περνά ασυναίσθητη, κρυφά και δολερά ανεκτή, χάρη στον μιθριδατισμό τις αστικής μας καθημερινότητας. Η αναβάπτιση στο βίαιο θέαμα καθαρίζει το αίμα από την ένοχη ανοχή.

Τέλος, στα ταπεινά, λερωμένα, πεταμένα παπούτσια του, στην “ακατάληπτή των αθωότητα” και τελεία ταπεινοσύνη, ο ποιητής ανακαλύπτει τη σύγχρονη εκδοχή της αγιότητας, έτσι όπως προσδιορίζεται από τον αμείλικτο χρόνο και τον ακόμη πιο αμείλικτο άνθρωπο.

ΠΗΡΟΥΝΙ (“FORK”)

Αυτό το παράξενο πράγμα πρέπει κρυφά να ξεγλίστρησε
απ᾽ τον μυχό της κόλασης.
Μοιάζει με πόδι πουλιού
κρεμαστό στον λαιμό κανιβάλου.
 
Καθώς το σφίγγεις στο χέρι σου,
Καθώς το καρφώνεις στο κρέας,
φαντάζεσαι το υπόλοιπο πουλί:
την κεφαλή του, που σαν τη γροθιά σου
είναι μεγάλη, γυμνή, χωρίς ράμφος και τυφλή.
 
Snip20130819_4

ΚΡΕΑΣ

 
1
Κρέμασ᾽ το κρέας στον γάντζο
Να δω κι εγώ τι είμαι.
Τον χοίρο εκείνον που αργοπεθαίνει κρέμασέ τον
η ανάσα του θέλω να δω ν᾽ αποσείει
το βάρος απ᾽ τη σάρκα
 
2 
Ζεματισμένος και ξεντερισμένος
Κρεμάται ο χοίρος.
Βαρύτης ζώου
Ανδρός βαρύτης
Που κίνησε και φεύγει
Με θλίψη στην καρδιά.
 
3 
Βαφτίζομαι στο θέαμα ετούτο
Παιδί στην κολυμπήθρα βυθισμένο
Νιώθω το χέρι του θανάτου
Στον λαιμό.
 
Snip20130819_5

TA ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ MOY

Παπούτσια, εικόνα μυστική του ενδότερου βίου μου:
Δυο χαίνοντα, ξεδοντιασμένα, στόματα,
Δυο μισοσάπια δέρματα ζώων
Που μυρίζουν φωλιές ποντικών.
 
Τ᾽ αδέλφια μου που πέθαναν στη γέννα
Συνεχίζουν μέσα σας την ύπαρξή τους
Oδηγούν τη ζωή μου προς
την ακατάληπτή των αθωότητα.
 
Τι να τα κάνω τα βιβλία
Όταν μπορώ σε σας απάνω να διαβάσω
Το Ευαγγέλιο της επίγειας ζωής μου
Και παραπέρα ακόμη, τα μελλούμενα;
 
Θέλω να κηρύξω τη θρησκεία
Που σκάρωσα για την τελεία σας ταπεινότητα
Και την παράξενη εκκλησιά που κτίζω
Με σας την Άγια Τράπεζά της.
 
Ασκητικά και μητρικά, αντέχετε:
Τα βόδια, οι Άγιοι, οι κατάδικοι, αδελφοί σας,
Με τη βουβή υπομονή σας σχηματίζοντας
Το μόνο πράγμα που μου μοιάζει αληθινά. 
 
Snip20130819_6